Συνώνυμο του ρήματος γαργαλάω.
Αόριστος: γαρτίλησα.
- Γιατί είσαι αναστατωμένος ρε ξάδερφε;
- Άσε Γαβρίλο, κάτι ένιωσα να με γαρτιλάει πιο πριν, λες να 'ταν καμιά αράχνη;
- Και τι σκιάζεσαι ρε φίλε; Στην Αυστραλία ζούμε;;
Συνώνυμο του ρήματος γαργαλάω.
Αόριστος: γαρτίλησα.
- Γιατί είσαι αναστατωμένος ρε ξάδερφε;
- Άσε Γαβρίλο, κάτι ένιωσα να με γαρτιλάει πιο πριν, λες να 'ταν καμιά αράχνη;
- Και τι σκιάζεσαι ρε φίλε; Στην Αυστραλία ζούμε;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο, και θα πει πειράζω, ενοχλώ κάποιον, συνήθως με περιπαιχτική διάθεση και όχι κακοπροαίρετα. Επίσης αναφέρεται και σε πράγματα, όταν τα πειράζουμε ή ψάχνουμε να δούμε πώς δουλεύει ένα αντικείμενο.
Συνώνυμα: σγκαρλάω.
- Πού 'σαι ρε σώγαμπρε; Τι λέει η ζωή στο γυναικοχώρι; χαχαχαχα
- Καλά είναι, προσπαθώ...
- Γιατί τον τσιγκλάτε τον άνθρωπο ρε παιδιά;
- Προσπαθώ να καταλάβω πώς δουλεύουν αυτό το μαραφέτι που αγοράσαμε.
- Μην τα τσιγκλάς μωρέ και χαλάσουν...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάνουμε κάτι επαναλαμβανόμενα, χωρίς σταματημό ή για να υποδηλώσουμε τη μεγάλη ποσότητα κάποιου πράγματος.
Μεσσηνιακό ιδίωμα.
- Καλά μιλάμε ξάδερφε γίωρη, την άλλη βδομάδα ξεκινάω την καλοκαιρινή μου άδεια. Θα κατέβω κάτω χωριό. Θα πάει το ξύσιμο γόνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη προέρχεται από το βούρλο (είδος φυτού από το οποίο κατασκευάζονταν διάφορα σκεύη). Κατ' επέκταση χρησιμοποιείται και στις περιπτώσεις που συνδέουμε / περνάμε με κλωστή ένα αντικείμενο.
Στα μεσσηνιακά όμως, χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει βιασύνη να ολοκληρώσουμε μια πράξη όπως-όπως, τάκα-τάκα, έστω και ανορθόδοξα, χωρίς να μας νοιάζει η ποιότητα του αποτελέσματος ή ο τρόπος με τον οποίο φτάσαμε σε αυτό.
1ο παράδειγμα
- Ρε γιώρ, τα ρούχα σου είναι όλα στον καναπέ παρατημένα χύμα, θα μπει κανάς άνθρωπος σπίτι και θα μας παρεξηγήσει
- (.... χτυπάει το κουδούνι η θεία από τον 1ο όροφο)
- Γρήγορα να μαζέψουμε τα ρούχα, ήρθε η θεία!
- Οκ θα τα διπλώσω και θα τα βάλω στη ντουλάπα.
... αρχίζει να τα διπλώνει ένα ένα αργά αργά και τα βάζει στη ντουλάπα...
- Ρε μπούρλιασέ τα μέσα και έλα να ανοίξουμε στη θεία που περιμένει!
2ο παράδειγμα
- Πρέπει να παραδώσουμε τον κώδικα στο πελάτη σήμερα, εκκρεμεί όμως το social media integration.
- Εψαξες στο ιντερνετ να βρεις κανα παραδειγμα;
- Βρήκα ένα καλό παράδειγμα κώδικα, αλλά θέλω να διαβάσω τι κάνει πριν τον βάλω
- Ρε μπούρλιασέ τον μέσα να τελειώνουμε να πάμε σπίτια μας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαϊκή μεσσηνιακή ρήση που τη χρησιμοποιούμε όταν απαντάμε καταφατικά σε (προφανή και ενίοτε ειρωνική) ερώτηση - διαπίστωση του συνομιλητή μας.
Με αυτή τη φράση επιβεβαιώνουμε την ερώτηση - διαπίστωση χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για το αντίθετο, και ταυτόχρονα προσπερνάμε το ειρωνικό ύφος της ερώτησης απαντώντας σε ανάλογο τόνο.
...επιστρέφοντας ο Σταύρος από την εκκλησία το μεγάλο Σάββατο της Αναστάσεως, κουβαλώντας το χαρμόσυνο μήνυμα, περνάει και από το καφενείο του χωριού όπου τα «αλάνια» πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι.
- Τι έγινε ρε Σταύρο; Αναστήθηκε;
- Αλλά, τι έκανε κανέ μου;
- Τι θα γίνει με σένα ρε ξάδερφε; Κάθε 3 μέρες είσαι ταξιδάκι στο εξωτερικό....
- Τι να κάνω ρε ξάδερφε, ταξιδευω όσο μπορώ...
- Ταξιδιώτη του μήνα θα σε κάνει η Aegean!
- Αλλά, τι κάνω κανέ μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται στη Μεσσηνία σε γεγονότα όπως γλέντια, γιορτές και λοιπές εκδηλώσεις και σημαίνει αναποδογύρισμα (π.χ. τραπεζιών, καρεκλών κλπ).
Κατ' επέκταση η λέξη τουρνόκωλα υποδηλώνει το πιώμα-μεθύσι, το τσαλάκωμα και γενικότερα την επιτυχία του γλεντιού χωρίς αναστολές, όχι και μή.
- Καλά του αγιωργιού θα γίνει χαμός στη γιορτή μας. Θα το κάψουμε
- Τουρνόκωλα όλα ρε, δε θα μείνει τίποτα όρθιο.
- Είχαμε πάει χτες στο Prive, μιλάμε φύγαμε μπουσουλώντας από το μαγαζί...
- Έλα ρε φίλε, χαμός δηλαδή;
- Άσε, σου λέω, τουρνόκωλα όλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, και σημαίνει πεινάω πάρα πολύ, είμαι νηστικός.
Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αόριστο και σε παρακείμενο χρόνο. Αόριστος: ξεπίτησα
Παρακείμενος: έχω ξεπιτήσει
ps: Δεν κατάφερα να βρω ετυμολογία της λέξης, δεν είμαι καν σίγουρος ότι γράφεται έτσι, είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι ο γούγλης δεν το φέρνει καν σαν αποτέλεσμα!
Οποιος ξερει περισσότερες πληροφορίες για τη λέξη, ας συνεισφέρει.
Γιαγιά: - Πού χάθηκες όλη μέρα παλικάρι μου;
Εγγονός: - Άσε ρε γιαγιά, έτρεχα όλη μέρα, δουλειές με φούντες στο πανεπιστήμιο.
Γιαγιά: - Κάτσε να σε φιλέψω λίγες λαλαγκίδες που έφτιαξα, θάχεις ξεπιτήσει όλη μέρα.
- Θα φάμε τίποτα ρε ξάδερφε; Ξεπιτήσαμε όλη μέρα.
- Έχεις δίκιο, θα κόψω μια ντομάτα χαραχτή να φάμε τάκα τάκα και συνεχίζουμε.
για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. σχόλια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από το πατώ+ίκι και κυριολεκτικά σημαίνει γυναικεία παντόφλα.
Στα πελοποννησιακά όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη πολυκοσμία σε έναν χώρο, συνώνυμο του «δεν πέφτει καρφίτσα».
- Τι λέει πάνω ρε μάγκες; Έχει κόσμο το Faces;
- Άστα, πατίκι.
- Μπω μπωω, και έλεγα να πάω για κανά χαλαρό ποτό να χαζεψω κανά μωρο ρε γαμώτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται ως «ρε μαζί σου, αλλά...», και συνήθως λέγεται την ώρα που μιλάει ο συνομιλητής μας, με σκοπό να τον διακόψουμε, ώστε να πούμε τη δική μας γνώμη.
Συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητική διάθεση όταν ο άλλος λέει αυτονόητα πράγματα για τα οποία κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, ή όταν προσεγγίζει μόνο τη μια πτυχή του προβλήματος. Έτσι, τον διακόπτουμε λέγοντας τη φράση αυτή, και αναπτύσσουμε τον δικό μας συλλογισμό που κρύβει την μεγάλη αλήθεια (έτσι νομίζουμε και καλά).
- ...γιατί στην τελική, ρε Γιώργη, το λειτουργικό σύστημα Linux είναι πάνω από όλα ανοιχτό λογισμικό, ελεύθερη διακίνηση ιδεών και
- Ρε μαζί σου, αλλά εγώ σαν εταιρία που είμαι θέλω να έχω υποστήριξη 24/7 από τη Microsoft, όχι να παρακαλάω τις κοινότητες να λύσουν το bug του κώδικα
- Για μένα το πιο σημαντικό heavy metal συγκρότημα είναι οι Iron Maiden, οι ανθρωποι καναν γνωστο το heavy metal σε ολο το κοσμο, έχουν πουλήσει πάνω από
- Ρε μαζί σου, αλλά αν δεν ήταν οι Black Sabbath, δε θα υπήρχε καν το heavy metal σαν μουσική
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται μαζί με το πρόθεμα και (δηλ. και στεναχώρια μπαμ) και σημαίνει απουσία στεναχώριας, μηδενική στεναχώρια στη ζωή μας.
Συνήθως, της φράσης αυτής προηγείται η απαρίθμηση εκείνων των καταστάσεων - στάσεων ζωής, οι οποίες μας απαλλάσουν από το άγχος, τη στεναχώρια και τις πολλές σκέψεις στο κεφάλι μας.
- Για πες ρε Γιώργη, πώς είναι η ζωή στην Αθήνα;
- Εντάξει ρε Τριαντάφυλλε, έχει τα καλά της, βρίσκεις εύκολα δουλειά, έχει πολλά γκομενάκια στα μαγαζά, αλλά έχει και τα κακά της: έχει πολλή κίνηση στους δρόμους, όλοι τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί, στο μετρό μας έχουν σαν σαρδέλες, όλο γκρίνια και κακό σου λέω...
- Ρε έλα κάτω σου λέω να ζήσεις. Άκου πρόγραμμα: το πρωί 2-3 ωρίτσες στα χωράφια, το μεσημεράκι ύπνο, απόγεμα πάμε για κανα κηνύγι καρτέρι, ε και το βράδυ για κανά μεζεδάκι στο καφενεδάκι και παίζουμε και καμιά κολιτσίνα άμα λάχει. Και στεναχώρια μπαμ σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified