Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μεθόδου επαυνάνισις της εν λαγνική εξάρσει παλλομένης πούτσης, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος σπερματική βροχή.

Φραπέλημμα του του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε η σιωπή τού κατάπληκτου ανδρός, και ο Μπερτιέ επρόκειτο να οµιλήση και µάλιστα ενθουσιωδώς όταν η γλυκεία παιδίσκη, νοµίζουσα ότι ο ζωγράφος δεν τήν εφαντάζετο αρκετά πεπειραµένην εις τήν τέχνην τής ψωλαντλήσεως, υπεγράµµισε διά µιας σαφούς διαβεβαιώσεως και µε τήν ιδίαν πάντοτε αµεσότητα και ελευθερίαν, τήν ικανότητά της εις τήν αυνάνισιν τών ανδρών. « Μαλακίζω καλά... Θα δήτε, θα ευχαριστηθήτε... Αφήστε µε να σας τήν τρίψω... Ή µήπως έκανα λάθος και δεν θέλετε; » (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειράντλησις: η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος πούτσης, ίνα εκτοξευθεί το λιπαρόν σπερµατικόν πίαρ. Κοινώς, η μαλακία.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
Άλλος (είναι ένας άνδρας στιβαρός) εις ήσυχον σημείον ενός πάρκου, υπό το φως ενός φανού κινών με σθένος την δεξιάν του, τρίβει το γυμνωμένον πέος του και μία διερχομένην νεάνιδα (που ερυθριά πολύ, μα στέκει και τον κοιτά) καλεί, με «Άαααχ!» και «Ωωωχ!» λαγνοβαρή, με επιμόνους φλογερούς εις την γαλήνην της νυκτός ψιθύρους, ικετεύων αυτήν να πλησιάση, και από κοντά να ιδή το εξογκωμένον πέος του, και, ωσαύτως, μέχρι τέλους, την τελουμένην επ’ αυτού χειράντλησιν του σπέρματός του

2.
Και όμως, εύκολα θα μπορούσαμε να κάνουμε λίγη αυτοκριτική, να πούμε «φτάνει, πια, η παροξυσμική, παρακρουστική, εθνική χειράντλησις σπέρματος».

3.
Ναὶ μέν, ὁ ὑπερφαὴς κῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν μεγάλων Μετεώρων, Προηγούμενος Ἀθανάσιος, κατερείπωσε τὸ σκέλεθρο τῶν ἀρβυλοπατημένων τοῦ δικομματισμοῦ... Καὶ ναὶ μὲν κι ἐμεῖς, οἱ ἐκεῖ πανεπιστημιακοί, δείξαμε τὴν ἐλεφαντίασιν τοῦ κεχηνότος μὴ ὑπουργείου τους, ἀλλὰ ξανά: γιατί τόση καὶ τέτοια ἡ μεμαλθακισμένη χειράντλησις, ἡ ἐκπορευομένη ἐκ τοῦ σεβαστοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμαρτωλό καυλάκι, η ευειδής και ηδυπαθής θεραπαινίς, ο καυλοπυρέσσων μουνάγγελος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Και ενώ ο οργασµός τής Φλώσσυ εξηκολούθει, καθ' όλην τήν διάρκειάν του, ο φύλαξ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, µε τό βλέµµα του καρφωµένον εις τήν σφύζουσαν μουνότρυπαν τής κορασίδος, εκ τής οποίας έρρεε εκ νέου ο ερωτικός χυµός της, ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας, δονούµενος από τόν ίµερόν του, εκοίταζε κεχηνώς τήν εµέσσουσαν ροδαλήν οπήν, και απεταµίευε εις τήν µνήµην του και εις τήν ψυχήν του, ως ανεκτίµητον θησαυρόν, τό εξαίσιον θέαµα τού οργασµού και τό γλυκύ ακρόαµα τών στεναγµών και τών κραυγών τής ηδονής που εξέφευγαν από τά χείλη τής ασπαιρούσης κόρης, και εξηκολούθησε να τής τρίβη τό αιδοίον, έως που εβεβαιώθη ότι όσον μουνόχυμα είχε να διάθεση τήν στιγµήν εκείνην η ωραία καυλόπαις, είχε εξέλθει εκ τού ερωτικού οργάνου της.

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεξιοτέχνις της χειραντλήσεως ψωλογάλακτος, η φραπεδιάρα, η χαρίεσσα ἀνασεισίφαλλος.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Η συμπαθής ψωλοτρομπάρισσα έχει βγάλει από τον στηθόδεσμόν της και την μπλούζαν της τους μεγάλους και σφικτούς μαστούς της, και το αγόρι, με το στόμα ανοικτόν ωσάν να φωνάζη από την γλύκαν του, και με τα μάτια του λιγωμένα, ψαύει και ζουλά με πάθος τα ωραία βυζιά, των οποίων αι εκτοξευόμεναι ζωηρώς και από την καύλαν ρώγες, ομοιάζουν πολύ με εν πλήρει στύσει μικράς ψωλάς.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ σφοδρές γαμιές με έγκαυλη ζέση.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνέτο νεαράς δεσποινίδος. Άλλως πως, το ωραίο μουνί (με την έννοια τςη γκόμενας).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
“Ωωωχ!…” έκαμεν πάλι ο Μπερτιέ καυλοπυρέσσων σφόδρα, και παρατηρών από πολύ κοντά τα εσωτερικά κάλλη του θελξικαρδίου αιδοίου της αγγελικής παιδός…….ενώ η πελωρία ψωλή του, σπαργώσα μέχρι διαρρήξεως, χοροπηδούσε επάνω-κάτω και ετεντώνετο μετά μανίας, ωσάν να ήθελε να φθάση εις το αποκαλυφθέν παχουλόν μουνίδιον της κόρης…

2.
Η Έθελ έρριψε εν βλέµµα δεξιά και αριστερά και βλέπουσα ότι ήτο έρηµον τό κατάστρωµα, ύψωσε γρήγορα τό φόρεµά της και θέτουσα δύο άκρας τού ποδόγυρου εις τήν ζώνην της, επέταξε έξω τήν κοιλίτσαν της και παραµερίζουσα τά κράσπεδα τού ανοίγµατος τού προοριζοµένου διά τήν ούρησιν, έδειξε τό µουνίδιον της, αναµένουσα µε εξαισίαν φιλαρέσκειαν να ιδή ποίαν εντύπωσιν θα έκαµνε τό ερωτικόν της όργανον εις τόν Μπερτιέ.

3.
Εγώ μικρός είχα αδυναμία στο υπέρτατον μουνίδιον της εποχής μου την Ούρσουλα Άντρες και τώρα που γέρασε ακόμη την περιμένω!

4.
kate Price, έχω φάει κόλλημα με το μουνίδιον τούτον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογκώδης και σφύζων ερωτικός σωλήν.

Αντώνυμο: η ψωλίνα. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

- Έπειτα, διά µιας, άρχισε να τήν γαµά µε πολύ δυνατές και γρήγορες γαµιές. Από εκεί που κοίταζα, έβλεπα καθαρά τήν χονδροπούτσα του να µπαινοβγαίνη γοργά και σταθερά...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτική προσφώνηση τςη μούνας, πιθανώς εκ ποδανής παραφθοράς του «μούνα μου».

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

  1. - ... καὶ ἔπειτα θέλω νὰ τρίψω τὸ μιμί σου μὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ πρᾶγμα . . . μὲ τὴν ψωλή μου . . . μὲ τὴν ψώλα μου νὰ βουρτζίζῃ τὸ μουνέττο σου . . . ἐκεῖ κάτω στὴν καλύβα μου, ὄχι μακρυὰ ἀπ' ἐδῶ, ὅπου κατόπιν, θὰ σὲ ὁδηγήσω γιὰ μεγαλύτερη ἄνεσι καὶ ἀσφάλεια . . . Κατάλαβες, Μουμούνα μου; Ἐννοῶ τὸ τρίψιμο τοῦ μουνιοῦ μὲ τὴν πούτσα . . . Ἴσως νὰ σοῦ τὸ ἔχουν κάνει αὐτὸ καὶ ἄλλοι . . . Αύτὸ ποὺ λέγεται «πινέλλο»
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', Μέρος Πρῶτον, Κεφ. 13, σελ. 15)

(2.)
- Αίφνης ο στιβαρός ανήρ, υπακούων εις τόν οίστρον που τού εµφυσούσε η καύλα, έθεσε κατά µέρος πάσαν συµβατικήν φρασεολογίαν, έχουσαν σχέσιν µε τήν λεγοµένη κοσµιότητα, και ήρχισε να οµιλή εις τήν ωραίαν παίδα µε µεγάλην ελευθεροστοµίαν, αναµιγνύων µε τάς απαλάς εκφράσεις τής τρυφερότητος, τά πλέον τολµηρά και άσεµνα λόγια —ωραία λόγια συγκλονιστικώς εκφραστικά, που εξέφραζαν τόσον τό πάθος του, όσον και τήν διέγερσιν του— αποκαλών τό αιδοίον της µικράς Καναδής, ουχί πλέον µόνον « μιμί », αλλά πολύ συχνότερον « µουνί », « µουνάκι » και « µουµούνι », και τήν ιδίαν τήν Φλώσσυ ουχί µόνον « µικρή µου Μις », ή « κούκλα µου », ή « άγγελε µου », αλλά κυρίως και προ πάντων, « Μουνίτσαµου », « Καυλίτσα µου » και « Μουµούνα », παροτρύνων αυτήν εις τόν ενικόν και µε µεγάλην θέρµην, να χύση πάλιν καλώς, να γλυκοχύση, και παρακαλών αυτήν να τού δώση πάλιν τό γάλα τού µουνιού της, τήν κρέµαν του, τό γλυκύ µουνόχυµάτης, αντί να τής λέγη εις τόν πληθυντικόν και ευσεβάστως : « Κάµετε ...» ή « Ξανακάµετε ...» ή « Απολαύσετε άλλη µια φορά ...» η « Νοιώσετε πλέρια ...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία, το γλειφομούνι.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

- Αλλά η γεύσις τού χυµού τής ηδονής τής εξαισίας κόρης, εκτός που είχε αυξήσει εις τό έπακρον τήν γενικήν καύλαν τού ρωµαλέου ανδρός, είχε προκαλέσει εις τόν φύλακα και τήν ειδικήν εκείνην καυλικήν δίψαν, τήν καύλαν τήν στοµατικήν, που ωθεί πολλούς εραστάς εις τήν αιδοιολειχίαν, τήν µουνοαποµύζησιν και τήν τελικήν κατάποσιν τού αντλούµενου θηλυκού σπέρµατος.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified