Ο παπάς (λόγω γενειάδας) εξού και το υβριστικό τραγόπαπας.

- Πάτερ μου ελάτε κι από δώ να μας κάνετε αγιασμό!
- Από εκεί, θα περάσει άλλος τράγος! (δηλ. στο απέναντι πεζοδρόμιο)

(ΑΛΗΘΙΝΗ στιχομυθία, την παραμονή των Θεοφανείων!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορθόδοξος παπάς (προφανώς λόγω ενδυμασίας).

Ακούστηκε από τον αποσχηματισθέντα πρώην Αρχιμανδρίτη Αργύρη Τσακαλία (θείο του Ξηρού της 17Ν).

-Κι αυτός ο Αρχι-μπάτμαν...
(ο Α. Τσακαλίας μιλώντας στην TV αναφερόμενος στον πρώην προϊστάμενό του Αρχιερέα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικροσκοπικό παιδί (κυριολεκτικά είναι το σαυράκι).

Ήλθαν δυο παιδιά να πουν τα κάλαντα. Το ένα ήταν ένα σαμιαμίδι μια σταλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.

- Ψείρες με LED, 15 Eυρώ τα 150.
(από κατάστημα χριστουγεννιάτικων στολιδιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά γράμματα ή αντικείμενα.

- Γράφε παιδί μου με μεγάλα γράμματα, αυτά που κάνεις δεν διαβάζονται, είναι ψείρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης, αυτός που δεν αξίζει το φαΐ που τρώει.

- Δεν έχει δουλέψει ούτε μία μέρα για να βγάλει το ψωμί του, ο χαραμοφάης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.

- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!

(από perkins, 29/05/10)Δημήτριος Τόφαλος (από joe909, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε Λούης = εξαφανίστηκε, έφυγε γρήγορα. Από τον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη.

Βούτηξε τα λεφτά και μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι, είχε γίνει Λούης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified