Το γλυκό τουλούμπα, λόγω ομοιότητας (oι τουλούμπες είναι ραβδωτά μακρόστενα γλυκά)...
Κυρ-Βασίλη, βάλε τρεις-τέσσερις πούτσες κοτλέ και τύλιξέ τες για δώρο... Πάω επίσκεψη στα πεθερικά μου!
Το γλυκό τουλούμπα, λόγω ομοιότητας (oι τουλούμπες είναι ραβδωτά μακρόστενα γλυκά)...
Κυρ-Βασίλη, βάλε τρεις-τέσσερις πούτσες κοτλέ και τύλιξέ τες για δώρο... Πάω επίσκεψη στα πεθερικά μου!
Got a better definition? Add it!
Οι σαχλαμάρες.
-Αυτός ο παρλαπίπας, όλο αρλούμπες λέει!
Βλ. και μπαρούφα, η, παπαριά καμαρωτή, η
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λέει μεγαλόστομες σαχλαμάρες.
- Αυτός ο βουλευτής, πολύ παρλαπίπας δεν είναι;
Βλ. και μπούμπζας
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος.
-Είναι φαρδυπάπουτσος, αυτός;
-Ου! Τουλάχιστον 49 νούμερο παπούτσι!
Got a better definition? Add it!
Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.
Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!
%
Σύγκρινε με ντάγκλα.
Got a better definition? Add it!
Αλλοίωση αποτελεσμάτων στατιστικής, σφυγμομέτρησης ή εκλογών.
-Δεν μου βγαίνουν τα νούμερα όπως τα περίμενα.
-Κάνε μπαλαμούτι!
Got a better definition? Add it!
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετέχει στα εργαστήρια, έκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Βλέπω.
- Μόλις με είδε ότι τον μπάνισα από μακρυά, το έβαλε στα πόδια!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.
Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!