Ρήμα ενεργητικό. Εκκένωση του πρωκτού με μεγάλη δυσκολία λόγω ογκώδους περιττώματος. Συνοδεύεται συνήθως από ελαφρά μορφή αιμορραγίας.

Ρε φίλε πήγαινε στη τουαλέτα να δεις τον μπέμπη που ξέχασε ο προηγούμενος. Πρέπει να μπουρακώλιασε ο τύπος μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί της Μεγάλης Βρετανίας.

Χρησιμοποιείται κυρίως από σπουδαστές και μετανάστες που ζουν μόνιμα εκεί. Το λήμμα συμπεριλαμβάνει και τη Σκοτία.

- Τι έγινε ρε Τάκη, πόσα χρόνια έχω να σε δω;

- Άσε φίλε, με έφαγε το νησί. Πήγα για σπουδές και κάθησα 10 χρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξεστος άνθρωπος που στερείται κάθε ευγένειας και τρόπων κόσμιας συμπεριφοράς.

Άμα μου ξανακάνει ματσολιά το αφεντικό θα ξυπνήσει ο γίδαρχος μέσα μου και τότε θα δει ποιος είμαι. Άντε γιατί μας καβάλησε εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχανική κατασκευή που χρησιμοποιείται για ανύψωση φορτίων, συνήθως για φορτία που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Συναντάται σε παραλλαγές με συνδιασμό τρόχιλων όπως πολύσπαστο και κρικοπάλαγκο.

Στην ελληνική λέγεται σύσπαστο.

Άσε μάγκα μου σήμερα το πρωί είχα τον ασήκωτο, έφερε η μάνα μου το παλάγκο για να σηκωθώ από το κρεβάτι... ζημιά σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που οπλοφορεί, νόμιμα ή παράνομα.

- Φίλε με σταμάτησαν στην Ποσειδώνος δυο περιπολικά χθες το βράδυ και κατέβηκαν κάτω 4 σιδερωμένοι με τσαμπουκά λες και πιάσαν τον Ρωχάμη σου λέω.

- Τι λε ρε φίλε; Τελικά τι σου βρήκαν;

- Τρίχες μωρέ, έλεγχος ρουτίνας ήταν αλλά ήταν σουρεάλ η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρδομαι μετα προσοχής, συνήθως σε ακατάλληλο χώρο.

- Ευτυχώς που υπήρχαν τα μαξιλάρια στον καναπέ και κούμπωσα κάτι κλανιές που με καίγανε από την ώρα που ήρθαμε σου λέω.

- Αφού σου είπα ρε φίλε, τι το ήθελες το κεμπάπ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός υπήκοος, συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητικό τρόπο.

Πεινάλας τηγανοκέφαλος έκλεψε αρνιά, τα έφαγε και πριν προλάβει να φτάσει στην Αλβανία για να τα χωνέψει, κατέληξε στο αυτόφωρο...

Πηγή: Εφημ. Στόχος, 30 Ιαν 2014

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τί έγινε τελικά με τη Δέσποινα ρε ΄συ;
- Άσε ρε μάγκα, φάκα τα μουνιά αυτά. Mακρυά κι αγαπημένοι! Να τον δώσω και μετά να τρέχω στα μοναστήρια για να ξεμπλέξω;

Γυναίκα που πολύ δύσκολα την ξεφορτώνεται κανείς, ιδιαίτερα μετά από ολοκληρωμένη σχέση. Ενίοτε το φαινόμενο βασίζεται στους παρακάτω λόγους:

α. η γυναίκα είναι άσχημη - σου λέει "που θα ξαναβρώ
β. η γυναίκα είναι παρθένα - σου λέει "ποιός θα με ξαναγαπ/μήσει έτσι
γ. η γυναίκα έχει θέματα (ψυχολογικά, σεξουαλικά, οικονομικά...)
δ. η γυναίκα ψάχνει να αποκατασταθεί - σου λέει "περάσανε τα χρόνια, ή τώρα ή ποτέ"
δ. η γυναίκα προσπαθεί να βρεί προστασία γιατί την κυνηγάει ο πρώην της!
ε. η γυναίκα προσπαθεί να κάνει τρίτο πρόσωπο να ζηλέψει - σου λέει "θα πάω με τον χειρότερο για να του δείξω"
ζ. η γυναίκα ψάχνει για Ευρωπαϊκο διαβατήριο (το φαινόμενο συναντάται συνήθως απο γυναίκες του ανατολικού/βαλκανικού μπλοκ καθώς επίσης και Ρωσίδες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση, συνήθως σε δημόσιο χώρο ή τηλεοπτική εκπομπή, που παραπέμπει σε τριτοκοσμικά κράτη της Ανατολίας (Aφγανιστάν, Πακιστάν, Τουρκμενιστάν...).

Είθισται οι καταστάσεις αυτές να συμπίπτουν με αφόρητη ζέστη, κοσμοσυρροή και πολύ μεγάλη συγκέντρωση οχημάτων σε οδικές αρτηρίες.

Περιστατικά συναντώνται σε δημόσιες υπηρεσίες, γήπεδα, απεργίες, διανομή δωρεάν εμπορευμάτων/τροφίμων καθώς επίσης και σε προεκλογικές περίοδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified