Κρυψώνα

- Τέλειωσαν οι μπίρες ρε μαλάκα
- Έχω μια εξάδα στην καβάτζα, μη σε νοιάζει

Εναλλακτική - και κάπως κρυφή -λύση

-Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, ρε φίλε. Δεν έχουμε εναλλακτικές.
- Μην το λες. Δεν είμαστε χαλβάδες, ούτε φλούφληδες. Έχω μια τελευταία καβάτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκοτεινά σεπαρέ των κωλόμπαρων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας ή μικρά δωμάτια 120 x 200 εκατοστών μέσα στα κωλόμπαρα, όπου προσφέρεται βίζιτα «του ποδαριού».

Ο πελάτης: - Έχεις κανένα μωρό να κεράσω και να βγάλει κανένα γούστο;
Ο «μπάρμαν»: - Πήγαινε στην τελευταία καβάντζα στο βάθος και θα σου στείλω ένα ουκρανεζάκι, μούρλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εναλλακτική διαδρομή (συνήθως μέσα από στενά όπου ο μέσος οδηγός χάνεται) όταν η υπό Κ.Σ. συντομότερη διαδρομή έχει κίνηση.

Το ρίσκο της επιλογής αυτής είναι να βρεθεί μπροστά σου ο μπαρμπα-Μπρίλιος με τη μαούνα, ο λούλης με το Σμαρτ, η σκουπιδιάρα, να είναι κλειστά τα στενά από τη λαϊκή, ή να έχει μάθει ο πολύς κόσμος την καβάντζα, οπότε πήζει κι αυτή και πας και κει καροτσάκι.

Εννοείται ότι οι κάτοικοι υποφέρουν από την εναλλακτική αυτή, γιατί εκεί όπου είχαν ησυχία, τελικά κάθε μαλακοπίτουρας περνάει μπροστά από το σπίτι τους.

Στάδια:

1995 κέ θα έλεγε κανείς:
Όταν πήζει η λεωφόρος πάω από τις καβάντζες.

Γύρω στο 2002 όμως:
Τώρα πια ακόμα και στις καβάντζες έχει κίνηση...

2008:
Τώρα πια όλοι πάνε από τις καβάντζες και η λεωφόρος είναι κάπως πιο κουλ.

Τελικά (2012):
Έχει και ένα καλό η κρίση, δεν παίρνει ο πάσα ένας το αυτοκίνητο και οι δρόμοι είναι χαλαροί, δεν χρειάζεται πια να πηγαίνεις από τις καβάντζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τις δύσκολες ώρες... Αφού έχει «φαγωθεί», παραμένει σε κατάσταση σταντμπάι περιμένοντας μήνυμα / τηλέφωνο / σήματα καπνού για το επακόλουθο σέσιον... Μετά απ' αυτό ξαναπερνάει σε κατάσταση σταντμπάι κ.ο.κ...

- Κοίτα μαλάκα να κάνεις σχέση μ' αυτό το πουτανίδιο.
- Ε και τι να κάνω ρε φίλε; Αφού θέλω να γ_ _ _ _ ω.
- Ε, κράτα καμιά καβάτζα τότε ρε μαλάαακααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθήκη κλοπιμαίων ή ναρκωτικών.

Πλέον η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αντικείμενο/-α τα οποία απέκτησε κάποιος τσάμπα ή με «ύποπτο» τρόπο.

- Γαμάτος αναπτήρας! Πού τον βρήκες ρε λαμόγιο;
- Είναι καβάντζα από ένα ξενοδοχείο όπου έμεινα το καλοκαίρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified