Μέλος της αφρόκρεμας του στρατεύματος. Κατά βάσιν ένας λεπτολόγος χειρώναξ με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία.

Περί την ετυμολογία μη με ζορίζετε για θα πέσετε να παίρνετε μέχρι να δείτε τον Χριστό φαντάρο.

Την ώρα που για την πλειονότητα των στρατιωτών η θητεία δεν είναι παρά απίστευτες ώρες μοναξιάς και ανίας, υπάρχουν και σώματα που δεν σε αφήνουν να βαρεθείς ούτε λεπτό.

Ούτε και να ξεκουραστείς φυσικά, καθώς μιλάμε για την ελίτ των ειδικοδυναμιτών της οικουμένης!

δώθε

Στο πλαίσιο του εορτασμού της διάθεσης του League of Legends στη Βραζιλία, ο Ειδικοδυναμίτης Γκάνγκπλανκ κατευθύνει την επίθεση μέσα στην άγρια ζούγκλα, εξοπλισμένος με ένα μοντέρνο πιστόλι, μια ζόρικη χατζάρα και ένα μουράτο μπερέ μάχης.

κείθε

στρατιώτης αντέδρασε όταν ένας ειδικοδυναμίτης τον αποκάλεσε ζώο.

σαπέρα

[...]το κοιμητήριο του ναού[...]τα χρώματα της ελληνικής σημαίας[...]αμέτρητες πορσελάνινες φωτογραφίες με συγκινητικά στιχάκια και κοντά τους τα διακριτικά ενός νεαρού ειδικοδυναμίτη[...]

ολούθε

Got a better definition? Add it!

Published

Η αστυνομία. Από εδώ ορμώμενος γράφω, αν και τη λέξη ούτε την ήξερα, ούτε την έχω ακούσει δια ζώσης. Πολύ περισσότερο δεν την έχω χρησιμοποιήσει, εφόσον ποτέ δεν εκφράζομαι απαξιωτικά για τα ένδοξα Σώματα Ασφαλείας, σα δε ντρεπόσαστε λίγο, αναρχοκουμμουνιστικά γομάρια.

Ευτυχώς είχε λάβει αυστηρές εντολές από την εκσυγχρονίστρια υπουργό Δημοσίας Τάξης, που το είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να δημιουργήσει μια αστυνομία με ανθρώπινο πρόσωπο. Εξευρωπαϊσμός και μπατσία όμως συνδυάζονται? Αυτές εδώ μέσα πίστευαν ότι σέβονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν δε βαρούσαν μπουνιές αλλά κλοτσιές...Τέλος πάντων.

εδώ

[...]διαμαρτύρεται με αυτό τον τρόπο για το άθλιο κατηγορητήριο που κατασκεύασε η μπατσία και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να του κόψουν τις άδειες εξόδου που έπαιρνε κανονικά[...]

εκεί

Μπήκε μέσα στα πόδια κάποιων άλλων που κάνουν την ίδια δουλειά και μάλλον, τα έδινε σε πιο χαμηλή τιμή και τον κάρφωσαν στην μπατσία.

παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει: Ωμά στους σκύλους.

Και δεν είναι σλανγκ. Δεν υπάρχει καν. Δεν ξέρω καν γιατί το ανεβάζω εδώ. Μιά υπόθεση είναι. Μιά εικασία για το πώς θα ήταν μια ασήκωτη, θανάσιμη ομηρική βρισιά. Ένα φονικό μπουκέτο μίσους και άγριας καταφρόνιας. Κάτι που να κοντράρει στα ίσα τα πιό καυτερά καριολίκια μας.

Κάτι που να λέει: "Δεν αξίζεις να τα έχεις. Θα σου τα κόψω και θα τα ρίξω στα σκυλιά".

πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,

εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,

ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,

μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.

Οδύσσεια σ 84-87

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αργυρώνητος δημοσιοκάφρος-φερέφωνο του εργοδότη του, εφόσον λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο με το εν λόγω μηχάνημα. Του ρίχνεις κέρμα και τραγουδάει τον χαβά που του παραγγέλνεις. Βεβαίως το τζουκ μποξ αδικείται από την παρομοίωση γιατί εκτός που προσφέρει πραγματική μουσική (σε πολλές περιπτώσεις άξια λόγου), τρέφεται με ταπεινά κέρματα, σε αντίθεση με τον περί ου βάτραχα που προσφέρει κακόηχα και ψυχοφθόρα κοάσματα παντελονιάζοντας πολυάριθμα κοπάδια χηνόπουλων. Θα μπορούσανε να τον λένε και χηνοβοσκό ξερωγώ. Άτιμη κοινωνία, άλλους τους αναβιβάζεις κι άλλους τους καταβιβάζεις...

Και εδώ ολοκληρώνεται άλλος ένας εξαιρετικός ορισμός, προσφορά του αδέκαστου, αμερόληπτου και αντικειμενικού λημματογράφου.

Με την απλότητα στον σχεδιασμό και στην κατασκευή έκανε καριέρα ο καρχαρίας. Πεινάει; Τρώει. Δεν πεινάει; Πάλι τρώει επειδή θα πεινάσει. Και ο «δημοσιογράφος τζουκ-μποξ» είναι εξίσου απλός. Του δίνουν χρήματα; Παίρνει και ύστερα «ενημερώνει». Δεν του δίνουν; Ζητάει, δεν παίρνει και «ενημερώνει» κόντρα στα συμφέροντα εκείνου που ΔΕΝ δίνει. Μόλις του δώσουν, θα «ενημερώσει» σύμφωνα με τα συμφέροντα εκείνου που ενέδωσε και έδωσε. Ρίχνεις κέρμα και ακούς είδηση, φίλε καταναλωτή απόψεων που δεν είναι δικές σου. Οπως παλιά στα κλαμπ έριχνες δεκάρικο κι άκουγες Ελβις. Μετά έριχνες ακόμη ένα και το κουτί σού έπαιζε Τομ Τζόουνς και ύστερα Λεντ Ζέπελιν. Και Μενιδιάτη άμα λάχει, το «Τάμπα τούμπα» ή το «Τεφαρίκι». Και «Παπαλάμπραινα» και χριστουγεννιάτικα τραγούδια.

εδώ

Ο αείμνηστος Καψής, έλεγε χαρακτηριστικά γι αυτούς τους συναδέλφους του «αυτοί παιδί μου είναι σαν τα τζουκ μποξ, ρίχνεις δεκάρικο και παίζουν ό,τι θες»

εκεί

Πάντως, πέρα από τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα, υπάρχουν και τα άλλα, που δεν είναι του “κατοστάρικου” αλλά περισσοτέρων μηδενικών από αμφιλεγόμενους γραφιάδες ή σχολιαστές, που έχουν κάνει τον “κατά παραγγελία” σχολιασμό επάγγελμα, αλλάζοντας “στρατόπεδα” κι απόψεις με το αζημίωτο κι αυτό είναι το κατακριτέο και το ανήθικο της υπόθεσης. Εξάλλου, ο «δημοσιογράφος τζουκ μποξ» είναι μια διαχρονική «αξία»… Βέβαια τα γραφόμενά τους ή τα λεχθέντα τους, πάντα θα τους ακολουθούν, νυν και αεί…

παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Εκτέλεση συμβολαίου θανάτου από χίτμαν. Στα καθ' ημάς το βρίσκω μόνο στο Μικρό Ψάρι του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, οπότε δεν ξέρω τι παίζει και αν πρόκειται για απ' ευθείας μεταγραφή του αμερικάνικου γκανγκστερικού to paint houses = βάφω σπίτια, εννοείται με το αίμα των θυμάτων μου (αυτός ρε, όχι εγώ, κόφτε τις μαλακίες μη βρω κάνα μπελά στα καλά του καθουμένου). Λοιπόν έχουμε και λέμε: Το βιβλίο είναι του 2004, το ελληνικό έργο του 2014 και το αμερικάνικο του 2019, οπότε τα συμπεράσματα δικά σας. Τεσπα, όπως είπα δεν το έχω βρει αλλού στο ιντερνέτι, συνεπώς θα σας επιβεβαιώσω το εάν και κατά πόσον είναι όντως σε χρήση στον ντόπιο υπόκοσμο όταν με το καλό οργανώσω την πρώτη μου δολοφονία. Μέχρι τότε έρρωσθε, νηστεύετε, προσεύχεσθε. Και αγρυπνείτε. Θα έρθω σαν την ημέρα του Κυρίου, όπως ο κλέφτης τη νύχτα.

  2. Αναγραφή συνθημάτων ή δημιουργία γκράφιτι σε τοίχους. Το βρίσκω στην τελοσπάντων αναρχοαυτόνομη αργκό και σε αυτή των γκραφιτάδων.

Βάψιμο (στο 4:23), μπογιατζής (στο 5:19), το πινέλο στο νερό (στο 31:30, 33:43).

Ανάληψη ευθύνης για αντισπισιστική δράση με βάψιμο και φθορές

Βάψιμο & στένσιλ για τη δολοφονία του Εμπουκά

Παρέμβαση με βάψιμο συνθημάτων στο γεωπονικό

Από το νέτι.

Οι ελληνικοί όροι που περιγράφουν εν μέρει το γκράφιτι είναι τοιχογράφημα, ακιδογράφημα. Στην αργκο των γκραφιτάδων η πράξη του να κάνεις γκράφιτι λέγεται συνήθως "βάψιμο".

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιομοδίτικη, απ' όσο ξέρω παροπλισμένη έκφραση που σημαίνει: απολύω / ξηλώνω κάποιον από θέση που κατέχει. Όσον αφορά την απίστευτη παραστατικότητά της δεν θα επεκταθώ. Σταματήστε να τα ξύνετε, πιάστε καμιά σπάτουλα για εξάσκηση και κυρίως βάλτε λίγο τη φαντασία σας να δουλέψει.

Ξέρω μόνο πως αν σταματήσω να βαράω θα πάθω τόσα, που κανένας από σας δεν έπαθε. Ποιά ειν' αυτά? Δεν τα ξέρω. Ξέρω πως αν με ξύσουνε θα χάσω το ψωμί μου. Το ξέρεις κι εσύ αυτό.

Μ. Λουντέμης, Το κρασί των δειλών (1965).

Εγώ πέταξα στην άκρη πέννες και χαρτιά, ζώστηκα τη ζώνη μου κι έφυγα. "Το ξέρω, τους λέω, πως η μαφία σας θα φροντίση να με διώξη από 'δω" [...] Έτσι κι έγινε. [...] Η "μαφία" συνεννοήθηκε με τον δεκανέα του λοχαγού και με έξυσε. Δέχτηκα ατάραχος την...ποινή.

Δημ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο, Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41. Εκδ. Ποταμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Χειρουργική σλανγκιά που, συνοδευόμενη από προσδιορισμό σε λεπτά ή ώρες, δηλώνει τη διάρκεια μιας επέμβασης από τη στιγμή που θα γίνει η πρώτη τομή μέχρι τη στιγμή που θα γίνει το τελευταίο ράμμα.

Άμα δεν ήσασταν έξυπνα παιδιά και δεν τα τσακώνατε όλα στο πιτς φιτίλι θα εξηγούσα πως πρόκειται για ελλειπτική φράση που σε πλήρη ανάπτυξη θα ήταν ως εξής: "Χρονική διάρκεια επέμβασης από τη στιγμή που ο χειρουργός θα ανοίξει το δέρμα του ασθενούς μέχρι τη στιγμή που ο χειρουργός θα ξανακλείσει το δέρμα του ασθενούς". Αλλά επειδή είστε έξυπνα παιδιά δεν το εξηγώ και γλυτώνω την πληκτρολόγηση.

Νοσοκομειακός ιατρός προς ευειδή συνάδελφό του: Μαρία, αύριο έχεις μισή ώρα δέρμα-δέρμα.

Παρατυχόν χτήνος: Τι σημαίνει δέρμα-δέρμα?

Ιατρός: Σημαίνει το πόσο κρατάει η επέμβαση από την ώρα που θα ανοίξει μέχρι την ώρα που θα ξανακλείσει το δέρμα του ασθενούς.

Χτήνος: Άρα δηλώνει χρονική διάρκεια.

Ιατρός: Ακριβώς.

Χτήνος (εις εαυτόν): Ρε, τους έχω ξεχάσει αυτούς τους τυπάκους εκεί χάμω, γούστο θα 'χει να νομίζουν ότι ψόφησα...

Got a better definition? Add it!

Published