(Όχι, δεν το είχαμε). Κοινότατη έκφραση που σημαίνει πως κάποιο συγκεκριμένο θέμα δεν πρέπει να το θίγουμε καθότι ενοχλεί, πονάει, τσούζει, σφάζει, μας φέρνει σε δύσκολη θέση τεσπα. Καυτή πατάτα ένα πράμα.

Απ' όσο καταλαβαίνω τούρκικο πρέπει να είναι, καθ' όσον έχουμε (νταξ, όχι εμείς, οι γειτόνοι) την ευρέως γουγλιζόμενη έκφραση içi cız etmek = κάνει τζιζ το μέσα μου = θλίβομαι, στεναχωριέμαι, πονάει η καρδιά μου.

Στον Μπάμπη που διαθέτω γιόκ. Ο Τριαντά το 'χει ως παιδική έκφραση με μιά ψιλοανορθογραφία στην ετυμό (είπαμε, στα τούρκικα άλλο το -ı- κι άλλο το -i-, να προσέχετε βρε χαϊβάνια όταν μιλάω).

Nöbetçi voltasını sürdürüyor. Bakmadan. Konuşmadan. Cigarasını bizim hücrenin önüne geldiğinde yere attı. Ayağıyla ezdi. Etimde söndürülmüş gibi cızz etti yüreğim. (Ο σκοπός συνεχίζει τη βόλτα του. Χωρίς να κοιτάζει. Χωρίς να μιλάει. Φτάνοντας μπροστά στο κελί μας πέταξε το τσιγάρο του στο πάτωμα. Το πάτησε με το πόδι του. Πόνεσε η καρδιά μου, σαν να το είχε σβήσει πάνω μου).

Χαρμάνης κομμουνιστής, κρατούμενος επί χούντας Εβρέν λιγουρεύεται νύκτωρ το τσιγάρο του φρουρού. Ιστορία με καλό τέλος από το αυτοβιογραφικό En Uzun Eylül του Sinan Oza, καλή του ώρα. Εκδ. Amaç, 1989.

Η Ελισώ για φυλακές και εξορίες άκουγε, το μέσα της τζιζ έκαμνε, καλά που ο Χρηστάκης της πότε πότε ένα τηλέφωνο την έκαμνε, καλά είμαι, μην ανησυχείτε, την έλεγε, κομμάτι ηρέμιζε, η καρδιά της στη θέση της πήγαινε άμμα, για πολύ λίγο.

Τα ρωμέικα της Πόλης ως γλωσσική γέφυρα. Δημ. Τσαλίδης Ο τουρκόσπορος (γιόκ τζάνιμ 2), εκδ. Νεφέλη.

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ, ΟΥΤΕ ΛΕΓΟΝΤΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΝΟΥΝ 'ΤΖΙΖ'!!!

Ένα θέμα που κάνει τζιζ...Διαβάστε το πριν αποσυρθεί!!!
Ο προπονητής αξίας [...] για να έρθει θα ζητήσει μεταγραφές ουσίας,δυστυχώς αυτο κανει τζιζ.

Από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

(Στέγνωσε στην απλώστρα του ΔΠ όπου το είχα κρεμάσει. Δεν το άγγιξε ψυχή, προφ το νόμιζαν κατουρημένο ή τίποτα χειρότερο. Το βάζω λοιπόν στο συρτάρι ιδίαις χερσίν, αν μου επιτρέπεται η χυδαιολογία).

Στην έκφραση έγινε σώβρακο, που στο γούγλη τη βρίσκω σε αυτοκινητομοτοσυκλετιστικό περιβάλλον (στο οποίο λένε διάφορα μα δε νογάω την τύφλα μου ο άσχετος) έχει την έννοια του λασκαρισμένου, χαλαρού εξαρτήματος όπως αναρτήσεις κλπ, αλλά και του τρακαρισμένου οχήματος.

Γενικότερα, σώβρακο μπορεί επίσης να γίνει και μία συζήτηση όταν ξεφεύγει και πλατειάζει υπερβολικά, βλ. τελευταίο παράδειγμα. Όπως έλεγα και στο δουπού, άκουσα την έκφραση άπαξ σε μη οτο-μότο κουβέντα στην οποία δεν συμμετείχα, αλλά ήμανε απρόσεχτος και είχα κατεβάσει και τις ρακές μου οπότε έχασα το όλο πλαίσιο. Αργότερα, ο ένας εκ των συζητητών μου διευκρίνισε πως χοντρικά σημαίνει κάτι λίγο-πολύ ξεφτιλισμένο, ξεχειλωμένο, για τον πασαένα με δυό λόγια, όπως τεκμηριώνεται από το 4ο παράδειγμα.

Αυτά. Φανέλες να πα να βρείτε μόνοι σας, α μα πιά.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ σημερα το ενος μηνα ASTRA CABRIO BERTONE 2002 του αδερφου μου εγινε σωβρακο. Από μια χαζη παρανομη αναστροφη μια γρια παρολο που είχε 10 μετρα να τον αποφυγει επεσε πανω του με πολλα και η ζημια είναι μεγαλη.

κάνε λίγο πιο γρήγορη την απόσβεση επαναφοράς πίσω (1-2 κλικ ή 1/4 με 1/2 μισή στροφή έξω). [...] Νομιζω η επαναφορα ειναι 1/2 μεσα...να την ανοιξω εντελως? Σωβρακο εντελως θα γινει!

[...] περιειχε τον εξοπλισμο του τελευταιου rallye 6speed 156hp,που αν θυμασαι ηταν εντελως σωβρακο.Αυτο με τις κοκκινες ζωνες ασφαλειας που δεν ειχε καν κλιματισμο παρα μονο A/C.

[...] δεν θα μπορούσα να είχα αυτοκίνητο που είναι κυρίως για φιγούρα και μόστρα [...] Tι φιγουρα μετα απο 11 χρονια κυκλοφοριας? Στις αρχες ναι συμφωνω αλλα μετα εγινε σωβρακο με 2-3 σε καθε στενο

η μαμά η αλυσίδα είναι άτιμο πραμα!! μέχρι τα 30.000 δεν ήθελε ούτε τέντωμα σε μένα και μετά μεσα σε 5000 έγινε "σώβρακο"

αλλα οσο μαλακωνεις το ελατηριο τοσο θα σφιγεις τις αποσβεσεις για να μην ειναι τελειως σωβρακο

το καναμε σωβρακο το τοπικ

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα δύο μείζονα νεοελληνικά λεξικά μας, Μπάμπης και Τριαντά, δεν το 'χουνε με την παρακάτω σημασία, οπότε το βάζω εδώ μπας και ξεστραβωθείτε. Τυφλό χαρακτηρίζεται το έγχορδο μουσικό όργανο που δεν έχει τάστα (μεταλλικά χωρίσματα) στο μάνικο. Αυτό το τελευταίο λέγεται επίσης μπράτσο ή ταστιέρα, και είναι τελοσπάντων το σημείο που πιάνουμε και με τα δύο χέρια για να προμηθεύσουμε στον ενοχλητικό που χαλάει το γλέντι ένα ευμέγεθες μελιτζανί καρούμπαλο και ένα πρωτοποριακό ξύλινο κολάρο.

Το λήμμα (όχι το κολάρο, μην παρεξηγούμεθα) είναι για τον ΔονΜήτσο.

(Τι δγιάλο ρε πστ, μουσικούς δεν έχει το σάιτ? Εγώ πρέπει να τα γράφω αυτά?)

Φαίνεται πως η ακόρεστη ανάγκη όλο και πιο δυνατών μπάσων ,ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου έστρεψε τον μουσικό άρα και τον οργανοποιό στην αναζήτηση ακόμα χαμηλότερων συχνοτήτων απ’ όσες διαθέτει η κανονική εξάχορδη κιθάρα. Έτσι σε φωτογραφίες εποχής βλέπουμε κάποια δίμπρατσα όργανα που διαθέτουν ένα επιπλέον λεπτότερο μάνικο, αυτό που ήταν όπως λέμε τυφλό (δηλαδή χωρίς τάστα) τοποθετούνταν παράλληλα του εξάχορδου μάνικου.

αβάντι

Τα τάστα αν πατήσεις μες τα τάστα θα βγει ή ημιτόνιο ή τόνος. Ενώ το ούτι είναι τυφλό, δεν έχει τάστα. [...] είναι όργανο μπάσο και πρέπει να είναι μάστορας ο άλλος που θα παίξει μαζί σου. Διότι το ούτι πρέπει να παίζει «ρεσπόρτ». «Ρεσπόρτ» δεν το κατάλαβες, δηλαδή να πάει μια τετράδα κάτω, μια τετάρτη θα παίζουμε το τραγούδι από Ντο ματζόρε και αυτός θα το παίξει από Σολ ματζόρε για να ’μαστενε μαζί.

μαέστρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας μου επιτραπεί να καταγράψω εδώ το φαινόμενο της αντικατάστασης της σωστής κατάληξης -ότητα με την λανθασμένη -ισμός, στις λέξεις που εντόπισα με μια γρήγορη ματιά στον γούγλη και με τη βοήθεια λίγης φαντασίας και του Αντίστροφου Λεξικού Αναστασιάδη-Συμεωνίδη. Κάποιες από αυτές γουγλίζονται άπαξ, είναι όμως ενδεικτικές του φαινομένου. Πιθανώς υπάρχουν κι άλλες, αλλά γι αυτό έχουμε τα σχόλια από κάτω. Για επιβεβαίωση κατέφυγα στα δύο μείζονα λεξικά μας, Μπάμπη και Τριαντά. Οι εκλεκτοί αυτοί κύριοι συμφώνησαν αμέσως μαζί μου, επιδεικνύοντας σπάνιο στις μέρες μας πνεύμα συνεργασίας.

Αν θυμάμαι καλά, από τις κάτωθι ανασκολοπισμένες -ότητες μόνο μία έχω ακούσει δια ζώσης, και, στην επισήμανσή μου ότι ο μόνος δόκιμος τύπος είναι "επιθετικότητα" ο συνομιλητής μου επέμεινε στην άποψή του με πρωτοφανή επιθετισμό. Τέλος πάντων, ορίστε:

αντιδημοκρατισμός, επιθετισμός, παραβατισμός, διορατισμός, επαναστατισμός, αντιφατισμός, παθητισμός, ενεργητισμός, εκδικητισμός, αμυντισμός, ενδοτισμός, ανατρεπτισμός, διαλυτισμός, διαχυτισμός, εκδηλωτισμός, ανεδαφισμός, συναδελφισμός, διαλυτισμός.

Προφανώς δεν πρόκειται περί αργκό αλλά περί εκφραστικού λάθους. Φρονώ ότι οι καθ' ύλην αρμόδιοι υπουργοί Παιδείας θα πρέπει να αντιμετωπίσουν εγκαίρως αυτά τα χαρακτηριζόμενα από εμφανή τάση εξαπλωτισμού φαινόμενα ασχετισμού και αναλφαβητότητας. Αν δηλαδή δεν τους έχει φάει η αυνανιστικότητα και τους ενδιαφέρει λιγουλάκι ο υστεροφημισμός τους.

Αποφευγετε συνεχως να σχολιασετε στραβα της αστυνομιας....αυτο ειναι κακος συναδελφισμος και δε βγαζει πουθενα!

ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΣΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΔ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕ Η ΑΝΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ, Ο ΕΚΔΙΚΗΤΙΣΜΟΣ ΚΛΠ.

αποπειρες δημοκρατιας εναντια στο αστικο κρατος οπου βασιλευει η διαφθορα, η οικογενιοκρατια και ο αντιδημοκρατισμος

ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΠΕΙΛΗ

μην ειστε αρνητικοι,χρειαζεται διορατισμος

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ορίστε, περάστε, κοπιάστε < ταυτόσημο παροξύτονο τουρκ. buyurun / buyrun (κυριολ. διατάξτε < ρημ. buyurmak = διατάζω).

Από το 1β παράδειγμα προκύπτει η -άγνωστη σε μένα- ύπαρξη κάποιου σκεύους σερβιρίσματος ποτών με το όνομα μπουγιουρούμ. Στο 1ε τοιούτον, το μπούγιουρουμ ως παλαιική χοροεσπερίδα. Όσον αφορά την ιντερνετική χρήση της λέξης, πουθενά δεν την εντόπισα με τον σωστό τονισμό, δλδ στο μεσαίο -ου-, ενώ εκείνο το καταληκτικό -μ- ήταν αρχικά -ν- (όλο μαζί: μνί).

Σε φυσική ροή καθημερινού λόγου (γκιουνλούκ κονουσμαλάρ που λένε και στο χωριό μου) δεν το έχω ακούσει. Όποιος ξέρει κάτι, μπούγιουρουμ στα σχόλια εφέντημ.

Νύφη ςτο μπαστό πόρδο τίναζε / μπουγιουρούμ γαμπρέ πορδοζούμι πιε

Με το που τους καθίζει στο τραπέζι τους τρατάρει με το μπρούτζινο μπουγιουρούμ σπιτική μαυροδάφνη , νέκταρ σκέτο, μαζί με στραγάλια και σταφίδες.

Σήμερα το βράδυ 13/4/2010 στις 8.30 Ηπείρου 6 Φλώρινα. Μπουγιουρούμ !!! Συγχαρητήρια παιδιά, πάντα τέτοια και καλύτερα.

Λοιπόν μπουγιουρουμ γιατι εχει εχει αρχίσει εδω και ωρα το φουλ μουν

Στη Σύρο γινότανε χορευτικές εκδηλώσεις τα Σαββατοκύριακα κατά συνοικίες, που τις λέγαν μπούγιουρουμ και στις οποίες ήταν ευπρόσδεκτος ο καθένας

Φίλοι μου αγαπημένοι, αγαπημένοι μου φίλοι! Για μπουγιουρούμ να τα βάλουμε σε μια σειρά!

Αυτή είναι η επίσημη ανακοίνωση, η οποία βγήκε το απόγευμα και μπορούν να την δουν ΟΛΟΙ. [...] εχεις δικιο [...] εγω εκανα λαθος οποτε μπουγιουρουμ σε ολους

Είχα πει και τα εξής σχετικά σε άλλο post.. Για μπουγιουρούμ για γνώμες....

Όλα από το νέτι.

Σαν αποφάγανε, ο γύφτος έκανε τα χέρια του κούπα. Τα γέμισε απ’ τον ποταμό νερό και ποτίστηκε. Ύστερα ξέπλυνε τα χέρια του, ξαναγέμισε τη χούφτα του… και… Μπούγιουρουμ… λέει στο παιδί. Πχε.. πχε… Μπερκέτι.

Μ. Λουντέμης, Ένα Παιδί Μετράει τ' Άστρα.

[...] Έφερα την πίτα κάτω από το δέντρο και την ξετύλιξα. Οι τύποι που βρίσκονταν εκεί αργοσηκώθηκαν σαν λεχώνες που ξεφάσκιωνα μπροστά τους το ίδιο τους το μωρό.

- Μπούγιουρουμ, ρε σεις...

- Η μάνα σου την έφτιαξε, φίλε? [...]

Αντ. Σουρούνης, Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου. Εκδ. Καστανιώτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην εκκλησιαστική αργκό είναι ο βοηθητικός οικίσκος που ανεγείρεται παραπλεύρως ναού, και στον οποίο, όταν γιορτάζει ο συγκεκριμένος άγιος (βοήθειά μας), παρασκευάζεται φαγητό για τους πανηγυριώτες. Κάποιοι από αυτούς βολεύονται / βολευόντουσαν το βράδυ στο εν λόγω τσαρδί για ύπνο.

Η διαπίστωση ότι πολλά ιδιωτικά πανηγυρόσπιτα έχουν τη μορφή και τις διαστάσεις βίλας με πισίνες και τζακούζια κομίζει γλαύκα. Ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε, αλλά την έκφραση "είναι για τα πανηγύρια" εμείς τη βγάλαμε.

Στο «πανηγυρόσπιτο», που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία, γίνεται η προετοιμασία της «πανήγυρης» ό,τι δηλαδή φαγώσιμο προσφέρεται στους προσκυνητές. Οι άντρες μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια την κλασική φάβα, φασολάδα, κάπαρη και τα σερβίρουν στον κόσμο. Η «πανήγυρη» περιλαμβάνει άλλες φορές μπακαλιάρο, σαντορινιούς ντοματοκεφτέδες, ψωμί, τυρί, ντομάτες. Απαραίτητο είναι το κρασί που ρέει άφθονο. Παλιότερα πήγαιναν και οι οργανοπαίχτες με βιολιά, λαούτα, τζαμπούνες και έπαιζαν, ενώ πολλοί χόρευαν και τραγουδούσαν. Το φαγοπότι συνεχιζόταν ολόκληρη τη νύχτα.

αυτά είναι

Μια βοηθεια παρακαλω , απο αποδοχη κληρονομιας ενα αγροτεμάχιο εχει μεσα μια εκκλησια και ενα πανηγυροσπιτο πως δηλωνονται αυτα στο ε9 ? Πινακας 1 λοιπα κτίρια για εκκλησια και πανηγυροσπιτο ? Το αγρο τεμαχιο στον πινακα 2.

Διαδικτυακή έκκληση εδώ

Διαλέξτε άγιο της αρεσκείας σας.[...] Χτίστε [...] ένα ξωκλήσι. Μικρό. Τρία επί τρία. [...] Δίπλα θα αναγείρετε το πανηγυρόσπιτο, δηλαδή την αίθουσα όπου κάθονται οι καλεσμένοι για το πανηγύρι του αγίου. Βάλτε και τζακούζι - η πίστη θέλει πολυτέλεια. [...] Για τη χαρτούρα: «Αρκεί η υποβολή αίτησης, τοπογραφικού διαγράμματος και τεχνικής έκθεσης μηχανικού».

Οδηγίες προς ευσεβείς εκεί.

Οι καλόγεροι πουλάνε λιβάνι (και λιμνοθάλασσες!) [...] οι κυβερνήσεις [...] πουλάνε παρεκκλίσεις από τους όρους [...] χρήσης αιγιαλού και παραλίας. Που έχουν φουλάρει στο αυθαίρετο και στο πανηγυρόσπιτο [...]

στο διάολο

Μου λέει κάποιος ότι είναι πιθανό ο ναός να κτίστηκε με έγκριση της "ναοδομίας" και το υπόλοιπο από κάτω να είναι πανηγυρόσπιτο, για να ξεκουράζεται ο παπάς :-D

κι ακόμα

Για ενδέκατη συνεχόμενη χρονιά , διοργανώνεται η ομαδική έκθεση εικαστικών στο Πανηγυρόσπιτο Αγ. Γεωργίου στην Οία.

παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο haberim yok = δεν έχω νέα / ειδήσεις. Στα καθ' ημάς πα να πει δεν καταλαβαίνω Χριστό, δε νιώθω, δε χαμπαριάζω, πέθανε ο γείτονας.

Και τώρα (ταρατατζούμ) η πληροφορία που θα σας αλλάξει τη ζωή, τη ματιά στον κόσμο, τον αδόξαστο: Η κουνιάδα μου χρησιμοποιεί την έκφραση ως χαμπαρούμ γιόκ.

μακάρι να κινηθεί η Κομισιόν για να συλλάβει τα λαμόγια γιατί εμείς εδώ …χαμπαριμ γιοκ!

και τι καταλαβες πατερ μου;νιχτς,νιετ,ναδα,ναθινγκ,σιατσου,χαμπαριμ γιοκ και κοινως τιπουτις.

Οπως θα ελεγε και η μανα μου [...] 'Χαμπαριμ γιοκ'.Αφου λοιπον ειδε οτι δεν μπορουσε να με ξυπνησει με τιποτα [...]

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεκομμένος στρατιώτης, συνήθως φρουρός σε προκεχωρημένο φυλάκιο, αγγελιαφόρος κλπ που σβερκώνεται από τους οχτρούς με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών.

Μαλερεζμάν δεν έχω το πρωτότυπο κείμενο του β' παραδείγματος για να δούμε την αντίστοιχη αγγλική ορολογία, και δεν έχω ιδέα κατά πόσον η προφανής εννοιολογική σύνδεση είναι ντόπια ή εισαγωγής.

Όταν τέλειωναν -πολύ γρήγορα- "τα πολιτικά", αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες [...] για την προσωπική παλικαριά [...] για τον Θεσσαλό ομαδάρχη που [...] αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα που [...] περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, "πιάνει γλώσσα" σε μιά πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία -κοτζάμ άντρακλα- του κυβερνητικού στρατού.

Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, εκδ. Δωρικός, 1983.

Οι λόχοι αναγνώρισης των σοβιετικών μεραρχιών έβγαιναν έξω κάθε βράδυ προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες "γλώσσες". Δύστυχοι φρουροί και στρατιώτες που μετέφεραν μερίδες συσσιτίου αιχμαλωτίζονταν και μεταφέρονταν πίσω από τις ρωσικές γραμμές για ανάκριση.

Antony Beevor, Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη 2004.

Got a better definition? Add it!

Published

Εργαλείο τσαγκάρη που χρησιμεύει στην κατασκευή και επεξεργασία υποδημάτων. Για δε ρε τι μανθάνει τινάς περιδιαβάζοντας τα ιντερνέτια...

Φωτό βρήκα στο νέτι αλλά δεν τη βάζω για πεντακόσιους ογδόντα έξι λόγους, εκ των οποίων ο εκατοστός δεύτερος είναι ότι δεν ξέρω πώς. Τέλος πάντων, αποτελείται από ένα κάθετο στέλεχος με μιά βάση στήριξης, στου οποίου την κορυφή προσαρμόζονται μεταλλικές φόρμες / σόλες / καλαπόδια όπου τοποθετείται ανάποδα το πατούμενο για επεξεργασία.

Σχετικά με την ετυμό δεν θα επιχειρήσω τίποτα για θα με πάρετε με τις κλωτσές.

-Έλληνες είμαστε, του εξηγεί η ιταλομαθής της παρέας μας. Και δείχνοντας εμένα του εξηγεί ότι είμαι γιος τσαγκάρη από την Αθήνα, της ίδιας περίπου ηλικίας με εκείνον, που διατηρούσε ένα σχεδόν όμοιο μαγαζί. Με τον πάγκο του, τα εργαλεία, τον μπαρμπαλιά, τη μηχανή για τα φόντια, τα καλαπόδια στα ράφια και το μαστέλο κάτω ακριβώς από τον πάγκο του τεχνίτη.

εδώ

Μάθαμε πώς φτιάχνονται τα χειροποίητα παπούτσια με το καλαπόδι και τον μπαρμπαλιά.

Από διαφημιστικό ρεπορτάζ αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρε παιδιά, αυτός ο ορισμός της απόμακρης ερημιάς, αγγλισμός δεν είναι? Που γουγλίζεται και λέγεται εβραίως και παλαιστινίως? Που πρέπει να 'σκασε κατά δω μεριά από ογδόνταζ και πέρα? Ας με σταματήσει κάποιος αν λέω μαλακίες.

in the middle of nowhere. In a very remote location, as in We found a great little hotel, out in the middle of nowhere. [Early 1900s ]

δέαρ

Μαγική καλύβα στη μέση του πουθενά

20 πανέμορφα μικρά σπιτάκια στη μέση του πουθενά

10 ελληνικά εστιατόρια στη μέση του πουθενά!

Χλιδάτα ξενοδοχεία στη μέση του πουθενά

Πράγματι, το Tristan de Cunha είναι ένα απόλυτα απομονωμένο νησί που βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά

φρομ δε νετ

Got a better definition? Add it!

Published