Η απόσταση που χρειάζεται 10-15 λεπτά για να την διανύσεις, όσο περίπου διαρκεί και ένα τσιγάρο.

Έλα ρε δεν είναι μακριά... ένα τσιγάρο δρόμος!

(από Khan, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται αντί της γαμώ τους Αμερικάνους και αναφέρεται στον Χριστόφορο Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική.

- Γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου! Τι μαλακίες λένε πάλι για το πετρέλαιο;;

Επίσης και σε β' ενικό πρόσωπο: Κολόμβε, γαμώ την περιέργειά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ανταλλάσω πολλά sms.

Συναντάται την Πρωτοχρονιά και σε όλες τις ονομαστικές εορτές, όπως και σε καταστάσεις βαρεμάρας.

  1. Όλη η Ελλάδα εσεμεσιάζεται την Πρωτοχρονιά.

  2. Χθες βράδυ έκατσα λίγο είδα tv... Μετά εσεμεσιάστηκα λίγο με τη Μαρία... και κοιμήθηκα.

Συνώνυμο: μηνυματίζομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κοινωνικής κατάστασης που δηλώνει υποταγή σε ανώτερα συμφέροντα.

Τι Ευρωπαίοι ρε Γιάννη... Ευρω-πέη έχουμε γίνει...

(από Vrastaman, 26/04/10)(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω, κάνω κατάσταση και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», με την πονηρή έννοια...

  1. - Ρε Κώστα με κοιτάει τόση ώρα... θα πάω να της μιλήσω! - Έτσι ο Μιχαλάκης... Άντε ρε... Παίξε και λίγο μπάλα!

  2. - Ρε συ πάμε να παίξουμε μπάλα με αυτά τα δύο μωράκια; - Πήγαινε να παίξεις εσύ την μπαλίτσα σου... Βαριέμαι εγώ...

  3. - Γιάννη τι έμαθα χθες; Μπαλίτσα με τη Νάνσυ εεε;; - Τι μπαλίτσα ρε... Έναν αναπτήρα ζήτησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχιτεκτονική Δύναμη Αθήνας

Ουδέν σχόλιον..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος το οποίο μαγνητίζει τον γυναικείο πληθυσμό ή που συχνάζουν πολλά κορίτσια.

Καλά... πήγα χθες σε ένα club... σκέτη μουνοπαγίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος στο οποίο συχνάζουν gay.

Χρησιμοποιείται για gay club - bar - cafe.

Συνάντησα τον x σε ένα πουστράδικο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι υπεύθυνος για check στις παραγγελίες στο ταμείο ή στο bar.

Συναντάται σε μεγάλα cafe - bar - club ή νυχτερινά κέντρα.

- Τρέχα να πεις στον τσεκαδόρο οτι έγινε λάθος στην παραγγελία και θα γίνει αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μου παίρνει πίπα.

- Τι είπες ρε μαλάκα μη σου δώσω πρωινό!
- Αυτό που άκουσες...
- Θα φας πρωινό μαλάκα... θα σε γαμήσω...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified