Κάπασος λέγεται στην ντοπιολαλιά της Κύθνου η καπνοδόχος που έφτιαχναν από ένα κιούπι ή άλλο αναλόγου σχήματος κεραμικό σκεύος (συνήθως σπασμένο ή ελαττωματικό, μιας και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τις παλιές εποχές). Η λέξη ήταν σε χρήση και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων:

Στις Κυκλάδες (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος κ.λπ.) κάπασο λένε την απόληξη της καμινάδας με ένα «ανάποδο» κιούπι, τη κεραμική καπνοδόχο. (από εδώ).

Κάπασος (από εδώ)

Συνώνυμα: Φλάρος, καμινάδα.

Αδελφάκια του φλάρου είναι και ο Κάπασος και η Καμινάδα! (από εδώ)

Μιά μικρή τραπεζαρία βρισκόνταν κοντά στην κουζίνα με τζάκι και τον "κάπασο" πάνω από τη στέγη (από εδώ)

Στην Κύθνο τη χρησιμοποιούσαν και μεταφορικά για πολύ ψηλούς ανθρώπους.

Για δες μπόι! Μωρέ μπράβο κάπασος!

Η ετυμολογία μου είναι άγνωστη. Πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά μικρό ταγάρι για την πλάτη (κάτι σαν το σημερινό back-pack) που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες της Κύθνου για να μεταφέρουν το κολατσιό τους ή άλλα μικροπράγματα. Φτιάχνονταν από υφαντό πανί μάλλινο ή βαμβακερό.

Καρβατζίκα

Η καρβατζίκα ήταν ένα σακούλι που σούρωνε στο πάνω μέρος μ' ένα κορδόνι φτιαγμένο από δύο νήματα που τα έστριβαν μαζί (κόκκινο και μαύρο ή μπλε και άσπρο ή πορτοκαλί με άσπρο κλπ.). Τις άκρες του κορδονιού τις στερέωναν στις κάτω άκρες του σακουλιού. Περνώντας τα χέρια ανάμεσα από τα κορδόνια, την κρέμαγαν στην πλάτη όπως τα σημερινά σακίδια.

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου.

Πιθανή ετυμολογία από το Τουρκικό karva που σημαίνει καμήλα δρομάς (από εδώ κι εδώ). Προφανώς επειδή θυμίζει την καμπούρα στην πλάτη της καμήλας. Καρβατζίκες στη φτερωτή του μύλου του Φρ. Τζιωτάκη

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου. Φωτογραφία Γιώργος Αναλυτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπεγεντώ, μπεγεντίζω

Μου αρέσει, γουστάρω, συμπαθώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου αλλά και άλλων περιοχών, όπως η Κρήτη (εδώ).

Ετυμολογία απο το τουρκικό beğenmek, με την ίδια έννοια (εδώ). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το γευστικότατο χιουνκιάρ μπεγεντί (hünkâr beğendi). Για την ιστορία και τη συνταγή του δείτε εδώ.

Γιατί 'σουνα λεβέντισα, για δαύτο σε μπεγέντισα.

Τσάκισμα (ρεφραίν) από το "Χειμαριώτικο" σκοπό που τραγουδιέται και χορεύεται (όπως κι άλλοι στεριανοί σκοποί) ακόμα στην Κύθνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου που σημαίνει στην κυριολεξία:

του λαγού (λέει) φεύγα και του σκύλου (λέει) πιάστονε.

Η έκθλιψη ενός συμφώνου μεταξύ δύο φωνηέντων είναι αρκετά συχνή στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Ευπρόσδεκτες τυχόν σχετικές πληροφορίες από τους επαΐοντες.

Η έκφραση αναφέρεται σε διπρόσωπους ανθρώπους που είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.

Μη του δώνεις σημασία. Άμα είσαστε μαζί βρίζει τσ' άλλους, άμα είναι με τσ' άλλους βρίζει εσένανε. Του λαού φεύγα και του σκύλου πιάστονε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιάς και πέρασαν οι εκλογές και δεν υπάρχει κίνδυνος "αναμοχλεύσεως των πολιτικών παθών", παραθέτω τα ονόματα των οπαδών των κυριωτέρων πολιτικών κομάτων που συμμετείχαν σε αυτές. Τα περισσότερα είναι καθιερωμένα και χρησιμοποιούνται ευρέως. Μερικά τα κατασκεύασα από τη γκλάβα μου με χιουμοριστική διάθεση και χωρίς να θέλω να θίξω κάποιον. Εάν εν τούτοις κάποιοι θιχτούν, ζητώ εκ προοιμίου συγγνώμην. Όπως πάντα τυχόν προσθήκες ή διορθώσεις ευπρόσδεκτες.

ΣΥΡΙΖΑ : Συριζαίος

Νέα Δημοκρατία : Νεοδημοκράτης

ΠΑΣΟΚ : Πασοκτζής, Πασοκατζής, Πασόκος, Πασοκάκιας, Πασοκίας.

ΚΚΕ : Κουκουές, Κομμουνιστής, Κουμουνιστής.

Χρυσή Αυγή : Χρυσαυγίτης, Χρυσαύγουλο.

Οι παραπάνω ονομασίες είναι λίγο - πολύ γνωστές.

Τις παρακάτω τις κατέβασα από τη γκλάβα μου.

Ποτάμι : Ποταμίτης, Ποταμίσιος, Ποταμιάνος, Ποταμιστής.

Ανεξάρτητοι Έλληνες : Ανελίτης, Ανέλληνας, Ανέλεος.

Ένωση Κεντρώων : Κεντρώος, Λεβέντης, Λεβεντικός ή Λεβέντικος.

Λαϊκή Ενότητα : Λαές (κατά το Κουκουές), Λαφαζανιστής.

Κάποια από τις παραπάνω ονόματα είναι πολύ κοινότοπα για να θεωρηθούν slang. Κάποια άλλα ωστόσο πληρούν τις προϋποθέσεις. Προς αποφυγήν διακρίσεων λοιπόν, τα παραθέτω όλα.

Για ευνόητους λόγους δεν βάζω παραδείγματα.

Σ.Σ. Το λογισμικό δε μ' άφηνε χωρίς παράδειγμα, όμως του την έπαιξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράψω το παρόν λήμμα με την πεποίθηση ότι το καμηλαύκι ήταν η παρεφθαρμένη, λαϊκή, η slang ονομασία του εκκλησιαστικού όρου καλυμαύχι(ον). Ψάχνοντάς το όμως, διαπίστωσα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: (εδώ)

Το καμηλαύκι (ή καμελαύκι, καμελαύκιν, καμελαύχιν, καμηλαύχι, καμηλαύχιν, καμηλαύχιον, καμηλάχιον) είναι το μαύρο, ψηλό, σκληρό και κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών. Το καμηλαύκι των ιερέων διαθέτει γωνιώδες γείσο, ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Οι ιερείς το φορούν πάντοτε εκτός από την ώρα της θείας λειτουργίας.

Το καμηλαύκι, λόγω του σχήματός του, προέρχεται από το λατινικό camellaucium, το οποίο παράγεται από το camella, που σήμαινε «κούπα του κρασιού». Εξαιτίας της ηχητικής ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις camella και camelus, δηλαδή «καμήλα», προέκυψε παρετυμολογική σύνδεση της λέξης καμηλαύκι με την καμήλα, γι’ αυτό και η γραφή που επικράτησε είναι με −η−. Συχνότερα απαντάται ο τύπος καλυμμαύκι εξαιτίας πάλι παρετυμολογικής σύνδεσης με τις λέξεις κάλυμμα + αυχένας, επειδή το συγκεκριμένο ένδυμα σκεπάζει και τον αυχένα των ιερέων.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την απλούστερη γραφή καμιλαύκι, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τη γραφή καλημαύχι και καμηλαύχι.

Στην Ιεράπετρα της Κρήτης βρίσκεται το χωριό Καλαμαύκα. Πιθανολογείται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από το καλυμμαύκι, επειδή ο βράχος στην κορυφή του Κάστελου, που είναι χτισμένο το χωριό, μοιάζει με το καλυμμαύκι του παπά.

Ακούς εκεί ο τραγόπαπας! Ν' απλωσει χέρι στο παιδί! Μόλις τό 'μαθα τού 'δωσα μια και του κατέβασα το καμηλαύκι μέχρι τ'αυτιά.

Στην Κύθνο, όταν θέλουν να βρίσουν έναν παπά του λένε:

Γαμώ το καμηλαύκι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλογική ονομασία για διάφορα είδη κυρίως έντομα, πουλιά, τρωκτικά κ.τ.τ., που καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Μεταφορικά χρησιμοποιείται και για ανθρώπους που επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα. Ετυμολογία άγνωστη σ' εμένα (πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη). Μπορεί να προέρχεται από το λατινικό praedator: θηρευτής, αρπακτικό.

Πρώιμα κληματαριά ήτανε φορτωμένη. Πλάκωσε ύστερα η πρέδα, σπουργίτες, σφήκες, πεντικοί και τηνε ρημάξανε.

Την περασμένη βδομάδα ήτανε γεμάτη η βερυκοκιά. Μόλις 'ριβάρανε η φαμίλια του γείτονα, πρέδα σωστή, δεν αφήσανε τίοτα. Μονάχα τα φύλλα δεν κόψανε!

Όσοι αγνούν τη ντοπιολαλιά τη συγχέουν με την πρέζα, με αποτέλεσμα σοβαρές παρεξηγήσεις.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν πολλοί ξενητεμένοι με τις οικογένειές τους γύρισαν στο νησί για να γλυτώσουν την πείνα που μάστιζε την Αθήνα, ένας από τους ντόπιους παραπονέθηκε:

-Πλάκωσε η πρέδα.

-Ποιόν είπες πρέζα βρε;

αρπάχτηκε ο "αθηναίος" και αν δεν ήταν κι άλλοι να μπούν στη μέση και να δώσουν τις απαραίτητες εξηγήσεις θα είχαν άσκημα ξεμπερδέματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρδαμάνα η (ουσιαστικό) ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ βενετ. varda mano εδώ. Κυριολεκτικά σημαίνει : φυλάει (προφυλάσσει) το χέρι.

Πάνινο ή δερμάτινο κατασκεύασμα που τοποθετούμενο στον αντίχειρα καταλαμβάνει τη μισή επιφάνεια του χεριού και χρησιμοποιείται από τους ιστιοράφτες για τη διευκόλυνσή τους στο ράψιμο των ιστίων με την ειδική, χοντρή και μεγάλη βελόνα.

βαρδαμάναβαρδαμάνα

Επίσης χειραγωγός που σε περίπτωση τρικυμίας συγκρατεί αυτούς που βαδίζουν στο κατάστρωμα

ή

σκοινί απ` το οποίο κρέμονται τα σωσίβια

ή τέλος

βαρδαζέντα: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ ιτα varda gente :φυλάει τους ανθρώπους εδώ

α) σκοινί που διευκολύνει τους άντρες του πληρώματος ν` ανεβοκατεβαίνουν κατά μήκος της κλίμακας,

β) βαρδαζέντες, σκοινιά χρήσιμα για την πρόληψη της πτώσης των αντρών του πλοίου στην κεραία (των παλιών ιστιοφόρων).

Δεν τρυπιέται το πανί με τη βελόνα σκέτη, θα φας τα χέρια σου! Πάρε τη βαρδαμάνα.

Πρόσεχε έχει πολύ θάλασσα! Κρατήσου από τη βαρδαζέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρέλα, μίστατο

Η βαρέλα είναι μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως κρασιού, που χρησιμοποιούσαν (και κάποιοι χρησιμοποιούν ακόμα) στην Κύθνο. Η βαρέλα είχε χωρητικότητα 70 όκάδες. Αν μετατρέψουμε τις όκάδες σε λίτρα (με βάση αυτά που γράφει ο dryhammer στο λήμμα εικοσιπενταράκι: "τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ ... 1 οκά = 1280 γρμ") η χωρητικότητα της βαρέλας είναι περίπου 90 λίτρα (γιά την ακρίβεια 89,6 λίτρα).

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

βαρέλι, το το βουτσί ή βαρέλι ή βουτίον· μέτρο χωρητικότητας υγρών ενός, μισού ή τετάρτου του κόρου.

( κόρος, ο

[ναυτιλία] Μετρική μονάδα της χωρητικότητας των πλοίων, κυρίως των εμπορικών και των φορτηγών, η οποία ισοδυναμεί με 100 κυβικά πόδια, δηλαδή με 2,83 κυβικά μέτρα.

κόρος ή τονελάδα: βάρος 1000 χιλιόγραμμων από το ίδιο).

Υποδιαίρεση της βαρέλας ήταν το μίστατο που αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της βαρέλας, δηλαδή 7 οκάδες ή 8,96 λίτρα.

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

μίστατο, το [Κρήτη, Κυκλάδες] δοχείο και μέτρο χωρητικότητας υγρών 6 – 12 οκάδων.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, ενώ η βαρέλα της Κύθνου είνα σημαντικά μικρότερη από το βαρέλι του Λεξικού, το μίστατο είναι μέσα στα όρια.

Δεν έβαλα πολύ κρασί φέτος. Ήτανε κακή η χρονιά, έπεσε κι η πρέδα στ' αμπέλι, ίσα πού'βαλα δυό βαρέλες και τρία μίστατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.

Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:

ξάι (ουδέτερο):

  1. αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).

  2. το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.

  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.

Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium

Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified