Έχω εισόδημα, βγάζω λεφτά. Ίσως να έχει κάποια σχέση με το καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα.

- Πώπω, δεν μου φτάνουνε τα λεφτά ρε γαμώτο...
- Μιλάς κι εσύ ρε παπάρα, που ακόμα δεν διορίστηκες και καθαρίζεις 1400 ευρώ τον μήνα;! Για ρώτα κι εμάς που παίρνουμε 650 κι άμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεκροθάφτης ή κατ' επέκτασιν αυτός που δουλεύει στον χώρο της εργολαβίας κηδειών (π.χ. ο ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών, αυτός που τραγουδάει σε κηδείες κτλ). Προφανώς λέγεται κοράκι όχι μόνο για το μαύρο κουστούμι που απαραίτητως φοράει, αλλά και επειδή όποτε πεθαίνει κάποιος, αυτός έχει δουλειά (όπως τα κανονικά κοράκια δηλαδή).

- Φίλε ξέρεις τι λεφτά καθαρίζει ο Σωτήρης;
- Ποιος, το κοράκι;
- Ναι ρε, η πιο σίγουρη δουλειά σου λέω... Αφού με τους σεισμούς του '81 έχτισε πολυκατοικία ο Σωτηράκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που γελάει όλη την ώρα, ο γελαστός. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο.

- Πολύ γελαδερό παιδί αυτός ο Γιάννης...
- Το χαμόγελο της Colgate!

Ο γελαδερός Γιάννος με το χαμόγελο της Colgate (από allivegp, 24/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Την παλιά εποχή, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα... Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους. Τα πούρα αυτά τα μοιράζανε βεβαίως απλόχερα και στους τσατσάκους τους, δηλαδή τους πιο θερμόαιμους/πιστούς από τους οπαδούς τους.

Εν έτει 2008 πλέον, η Ελλάδα έχει πλέον προοδεύσει και χρησιμοποιούνται πλέον εξελιγμένα συστήματα ρουσφετιού και μίζας... Ωστόσο η λέξη τραμπούκος παρέμεινε και δηλώνει τον μπράβο κάποιου κομματάρχη ή γενικώς κάποιον που προκαλεί ταραχές κατ' εντολή. Κατ' επέκτασιν, σημαίνει και τον άξεστο, θρασύ και βίαιο άνθρωπο που επιβάλλεται με τη βία.

Η πράξη του τραμπούκου λέγεται τραμπουκισμός.

  1. (Από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67, στις 15-09-1993)
    - Εμείς δεν είμαστε αλήτες να τους στείλουμε τραμπούκους. Μου στείλανε στην Καλλιθέα πέρυσι, εγώ όμως δεν στέλνω τραμπούκους, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να έχω. Εγώ ζητώ από τον Θεό να πεθάνουνε κι οι δυο τους!

  2. - Τι άκουσα, έγινε φασαρία λέει στη σχολή;
    - Ναι, την πέσανε κάτι τραμπούκοι της ΔΑΠ σε έναν τύπο που είχε στήσει τραπεζάκι για εκδρομές στη Μύκονο, γιατί τους χάλαγε την πιάτσα...

  3. - Οι τραμπουκισμοί αποτελούν καθημερινό φαινόμενο σε σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο κάτοχος μηχανής μικρού κυβισμού (παπάκι). Πολύ συχνά ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται και γι' αυτούς που με παπάκι δουλεύουν ως ντιλιβεράδες.

1.(από www.off-road.gr, οι κατηγορίες των μοτοσυκλετιστών)

ΠΑΠΑΚΙΑΣ
Α, το παπί. Ο σκαραβαίος των δικύκλων. Από μόνο του, έβαλε την Ελλάδα πάνω σε δύο ρόδες (μαζί με τά δωρεάν πού άφηναν Γερμανοί και Σύμμαχοι) Έχει εξελιχθεί από την δεκαετία τού Πενήντα και έχει ανέβει στα 100 και βάλε κυβικά. Πολλοί τα ξεπέρασαν και ανέβηκαν σε μεγαλύτερες μηχανές. Ο παπάκιας μας όμως δεν έχει σκοπό να το δώσει στο εγγύς μέλλον (είτε γιατί δεν θέλει είτε γιατί δεν μπορεί).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Υπάρχουν όλες οι ηλικίες και όλα τα κοινωνικά στρώματα πάνω σε παπιά, ο παπάκιας όμως είναι το πολύ 21-22. Α-πα-ραί-τη-τη είναι η κομμένη εξάτμιση.

Εάν δεν ξυπνάς νεκρούς δεν ανήκεις στο κλαμπ. Όχι υποχρεωτικό αλλά συστήνεται να αφαιρεθεί η ποδιά πάραυτα. Κράνος απαγορεύεται δια ροπάλου. Επιτρέπονται τα μαλλιά καρφί.

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ: Ο,τι νά 'ναι, αλλά το παπούτσι πρέπει υποχρεωτικά να είναι αθλητικό μποτάκι νέου τύπου με σχέδιο και φωσφοριζέ χρώματα να βγάζει μάτι.

ΟΔΗΓΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ: Αγκώνες ανοιχτοί σαν να κάνει μοτοκρός, γόνατα κολλητά και πόδια με τις μύτες να κοιτάνε προς τα μέσα.

ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ (Αλλά δεν το παραδέχεται): Ντεπόζιτο ανάμεσα από τα γόνατά του.

ΤΟΥ ΤΗ ΣΠΑΕΙ: Εκείνα τα αναθεματισμένα βεσπάκια 125 και πάνω, πού είναι πιο γρήγορα.

ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ: Έκλεψε γκόμενα από Αφρικανό. Η ηδονή τής στιγμής εκείνης ήταν μεγαλύτερη από την (περιορισμένη ακόμα) σεξουαλική του ζωή. Αν κατάφερνε να κλέψει και από Χαρλεά, αλλά υπάρχουν και όρια έτσι;

  1. (από blog)
    Θέλετε να πείτε ότι your average παπάκιας ντιλιβεράς ο οποίος οδηγεί με τον φραπέ στο ένα χέρι, το κινητό στο άλλο το κράνος όπως είπατε ως υφαγκώνιο, ή [...] έχει να ζηλέψει κάτι από τους πιλότους F1 ή MotoGP?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο με γαλλίζουσα κατάληξη. Χαρακτηρίζει πράγματα που θα ταίριαζαν με το γούστο/περιβάλλον ενός οίκου ανοχής.

  1. - Σου αρέσουν τα μαλλιά μου αγάπη μου;
    - Τι να σου πω βρε Δεσποινάκι, πολύ μπουρδελέ τά 'κανες...
    - Επίτηδες!

  2. - Είδες μπουρδελέ κόκκινο φως που έβαλα στο σαλόνι;
    - Είχες δεν είχες, έκανες ένα σπίτι μπουρδέλο!
    - Ε αφού έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση του απρόβλεπτου. Όπως δηλαδή η ψωλή κάνει του κεφαλιού της (κυριολεκτικά ή μεταφορικά...) και δεν γίνεται να καυλώσει με το ζόρι, έτσι και αυτός που κάνει ό,τι του καυλώσει ενεργεί χωρίς σχέδιο, ανάλογα με την καύλα (δηλαδή τα γούστα) της στιγμής.

  1. - Έλα ρε, πάμε για κανένα ποτό...
    - Καλά ρε μαλάκα Νίκο, στις έντεκα το βράδυ σου καύλωσε εσένα να βγούμε;

  2. - Τι λες να κάνεις στις διακοπές;
    - Ό,τι μου καυλώσει φίλε, κοπρόσκυλο θα γίνω!

  3. - Μα γιατί η γκόμενα δεν ήρθε στο ραντεβού, αφού αυτή μου ζήτησε να βγούμε...
    - Γιατί έτσι της καύλωσε! Ψάχνεις τώρα να βρεις λογική στις γυναίκες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το χέβυ μέταλ που είναι τόσο αφελές, ώστε απευθύνεται μόνο σε μπέμπηδες. Δεν έχει σημασία το παρακλάδι του μέταλ, αλλά η νοοτροπία με την οποία γράφονται τέτοιου είδους κομμάτια ή άλμπουμ: για παράδειγμα, μέταλ του μπιμπερό μπορεί να είναι τόσο κάποιο αφελές power metal άλμπουμ που μιλάει με κοινότοπο/χαζό τρόπο για μάγους και ξωτικά, όσο και ένα black metal άλμπουμ που πουλάει σατανάδες και evil πόζες που μοιάζουνε με σφίξιμο δυσκοίλιου στη λεκάνη της τουαλέτας.

Η γενική του μπιμπερό προσδιορίζει τη λέξη μέταλ και είναι γενική της ιδιότητας. Από αυτή τη συντακτική ανάλυση της ονοματικής φράσης καθίσταται σαφές ότι μέταλ του μπιμπερό είναι το μέταλ που απευθύνεται σε καυλοπιτσιρικάδες (το μπιμπερό που λέγαμε), είτε με ενσυνείδητη πρόθεση του καλλιτέχνη, που γράφει για να πουλήσει, είτε γιατί ο καλλιτέχνης πάσχει από καλλιτεχνική αξία/έμπνευση.

Κατ' επέκτασιν το μέταλ του μπιμπερό μπορεί να εκφράζει και τη στάση κάποιων οπαδών απέναντι στη μέταλ μουσική που μοιάζει με τη στάση οκτάχρονων απέναντι στους Power Rangers, τα Pokemon κτλ. (βλ. παράδειγμα 2).

  1. - Τι λέει το "Gods of war" των Manowar;
    - Χάλι μαύρο, μέταλ του μπιμπερό! Δεν πάνε να πιούνε κανένα τίλιο οι μαλάκες, αφού δεν τραβάνε πια να πούμε...

  2. (από αδημοσίευτο γράμμα μου του 2004 προς το περιοδικό Metal Hammer)
    «Μέχρι και το δερμάτινο του Schaffer βγάλατε σε διαγωνισμό. Άντε να βγάλετε και το πέτσινο στρινγκ του Adams! Μα σε τι μπέμπηδες απευθύνεστε; Ή μήπως είστε και σεις το ίδιο μπέμπηδες και απαλλάσσεστε λόγω βλακείας; Αρκετά με το μέταλ του μπιμπερό!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ποδοσφαιρική ορολογία. Σημαίνει ότι, όπως θα κλωτσούσα μακριά μια μπάλα, έτσι απορρίπτω/φτύνω κάποιον, του ρίχνω άκυρο. Χρησιμοποιείται τόσο για ερωτικές σχέσεις όσο και για συνεργασίες. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω σουτ και ο μονολεκτικός σουτάρω.

  1. - Τι κάνει η δικιά σου; Πώς και δεν την έφερες μαζί;
    - Της έριξα σουτ φίλε... Πολύ μου ζάλιζε τ' αρχίδια τώρα τελευταία...

  2. - Τι λέει; Ο Ιάσονας έφαγε σουτ από το συγκρότημα;
    - Ε αφού κάθε φορά ερχότανε αδιάβαστος στην πρόβα, τι να του κάνω...

Επίσης και στο μπάσκετ - σουτ και τρίποντο (από Galadriel, 27/02/09)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified