Αν και οι γυναίκες γενικώς δρουν περίεργα και ακατανόητα για το ανδρικό μυαλό, η συμπεριφορά τους τείνει να φλιπάρει σε συγκεκριμένες εποχές, κυρίως όταν περνούν περιοδεύον ή κλιμακτήριο ή όταν πέφτει αγαμησιά. Κατά τις εποχές αυτές η συμπεριφορά της γυναίκας τείνει προς το ανελέητο πρηξαρχίδι και όσοι/-ες συσχετίζονται μαζί τους οφείλουν να προσέχουν πολύ καλά τη συμπεριφορά τους, καθώς μια σπίθα είναι αρκετή για να προκαλέσει ολική καταστροφή!

Όοοοολα λοιπόν αυτά τα προβλήματα που αποσταθεροποιούν την γυναικεία συμπεριφορά ονομάζονται με μια λέξη γυναικολογικά. Κάποια έχει τα γυναικολογικά της όταν συμπεριφέρεται αλλόκοτα: είναι δηλαδή κάπως, γκρινιάζοντας, φρικάροντας και πιθανώς φτάνοντας στα όρια της υστερίας χωρίς λόγο και αιτία. Πολλές φορές η έκφραση έχω τα γυναικολογικά μου χρησιμοποιείται και για πισωγλέντηδες (για ευνόητους λόγους), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και για άντρες που συμπεριφέρονται υστερικά.

  1. - Μωρό μου με αγαπάααας;
    - Ναι μωράκι μου...
    - Όλο εγώ σε ρωτάω όμως...
    - Αφού στο είπα πριν από πέντε λεπτά!
    - Εγώ θέλω να μου το λες συνέχεια!
    - Ε μα δεν μπορώ να στο λέω όλη την ώρα!
    - Το ήξερα ότι δεν με αγαπάς!!!
    - Μα όχι, δεν είπα αυτό...
    - Όχι αυτό είπες, με έχεις βαρεθεί!
    - Δεν μου λες, τα γυναικολογικά σου έχεις; Άσε με στην ησυχία μου!
    - Σλαπ!!! (ο ήχος της σφαλιάρας)
    - Ωχ!!!

  2. - Λύσσαξε η γριά όλο το πρωί να ετοιμάσω τα έγγραφα! Άσε που καθόταν πάνω από το κεφάλι μου και με ξέχεζε συνέχεια ότι καθυστερώ και δεν τα κάνω σωστά!
    - Τι έπαθε;
    - Ξέρω κι εγώ; Γυναικολογικά...

  3. - Τι έπαθε πάλι ο Παναγιώτης και χάλασε τον κόσμο στην πρόβα;
    - Τι να πάθει μωρέ, τα γυναικολογικά του έχει... Όλη την ώρα γκρινιάζει, δεν τον ξέρεις τι υστερικιά που είναι;!

Κι όμως! Είναι ένας υπέροχος σύζυγος! (από Hank, 03/03/09)(από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυνατή γκαζιά που κάνουν οι μηχανόβιοι πατώντας γκάζι με την ταχύτητα στο νεκρό και έχει χαρακτηριστικά ξερό και εκκωφαντικό ήχο.

Αυτή την ξερογκαζιά συνήθως οι διάφοροι κάγκουρες του δίτροχου την κάνουν για να πουλήσουν μούρη, καθώς θεωρείται τρελή μαγκιά και μέγιστος μουνομαγνήτης.

  1. (Από εδώ)
    Βρισκομενοι λοιπον επι της Λ. Φυλης (οχι την γνωστη :D ) μας πιανει φαναρι.
    Αριστερα εγω,δεξια αυτος.Λεω για να δουμε,θα τσιμπησει;;;Ριχνω μια ξερογκαζια,με κοιταει με το γνωστο υπεροπτικο βλεμμα και ξανακοιταει μπροστα.
    Τελος παντων δεν καταλαβα αν θα εκανε τιποτα αλλά εγω ημουν ετοιμος για παν ενδεχομενο.Αναβει το φαναρι,παω να ξεκινησω χαλαρα,και καταλαβαινω οτι αυτος σανιδωνει.Οποτε ενστικτωδως σανιδωνω και γω.Δηλαδη ανοιξαμε απο πρωτες ρολαριστες.

  2. Μας έχουν ζαλίσει τ' αρχίδια όλοι αυτοί οι σκατόφλωροι με τις ξερογκαζιές τους έξω από το μαγαζί!

Παρεμπιπτόντως, να πώς ξεχωρίζουμε τη μάρκα της μηχανής από τον ήχο που βγάζει... :) (από Cunning Linguist, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που τραβάει την προσοχή των γυναικών σε έναν άντρα, τις εντυπωσιάζει και τις κάνει να θέλουν απεγνωσμένα να του κάτσουν (έτσι λέει ο θρύλος τουλάχιστον)...

Γνωστές κατηγορίες μουνομαγνητών είναι τα ακριβά αμάξια και οι μηχανές μεγάλου κυβισμού (που ρίχνουν και δυνατές ξερογκαζιές). Επίσης σκάφη αναψυχής, καλοπληρωμένα επαγγέλματα και καθετί που υποδηλώνει ότι ένας άντρας είναι χεσμένος στο τάλιρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί άνετα ως μουνομαγνήτης. Υπάρχουν βέβαια ευτυχώς και μουνομαγνήτες καλλιτεχνικότερου προσανατολισμού, όπως π.χ. το τραγούδι, η ηλεκτρική κιθάρα, η συμμετοχή σε συγκροτήματα κτλ.

Συνώνυμα: μουνοπαγίδα, γκομενοπαγίδα.

  1. (Ο διάλογος του Μπόρατ με πωλητή αυτοκινήτων! :)
    - Ένας φίλος είπε ν' αγοράσω αμάξι με μουνομαγνήτη.
    - Να τραβάει γυναίκες δηλαδή;
    - Πού έχετε αυτόν τον μαγνήτη;
    - Δεν υπάρχει μαγνήτης. Εννοεί το όχημα. Σε πολλές αρέσει το Hummer.
    - Έχει μουνομαγνήτη;
    - Το αμάξι θά' ναι μαγνήτης.
    - Θα σε πληρώσω καλά. Θα μου βάλεις και μουνομαγνήτη;;
    - Δεν υπάρχει τέτοιος μαγνήτης σ' αυτή τη χώρα.

  2. (Από εδώ)

leris 01-11-2008, 16:11
η ακουστικη ειναι μουνομαγνητης...η ηλεκτρικη οχι τοσο..
Εδώ ο Μικ Μαρς που είναι όπως είναι και γαμάει...

|WISE| 05-11-2008, 17:37
βλεπεις τωρα γτ θελω να γινω μουσικος(κι8αριστας) :p:p:p#-o

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα κρητικά: φουσκώνω (από το πολύ νερό, από την πολλή μπύρα κτλ). Αφορδακός είναι ο βάτραχος, επομένως αφορδακιάζω κυριολεκτικά σημαίνει ότι γίνομαι σαν βάτραχος (προφανώς επειδή βρίσκεται σε λίμνες και στο ερωτικό του κάλεσμα φουσκώνει λες και έχει πιει πολύ νερό).

- Να φέρω καμιά μπυρίτσα ακόμη Μανωλιό...
- Αφορδάκιασα μρε Σήφη με τσι μπύρες! Ρακή δεν έχει;;
- Πώς δεν έχει!
- Βάλε μου μια ολιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη δύο ορισμοί για το λήμμα, εγώ το ξέρω με διαφορετική σημασία...

Τραβάω τα βυζιά μου λοιπόν σημαίνει ότι βρίσκομαι σε μια εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση και δεν την παλεύω κάστανο. Πολύ συχνά το λέει κανείς όταν μετανιώνει για κάτι που έκανε (ή δεν έκανε), γιατί τελικά έπαθε νίλα και τον πήγε γαμιώντα.

  1. - Το απόγευμα έχω ραντεβού με τη Χρύσα φίλε... Θα γίνει χαμός, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!
    - Μην το μυριστεί η δικιά σου μόνο και τραβάς τα βυζιά σου μετά!

  2. (Από εδώ)
    μενω στο κερατσινι και ειμαι ετοιμος να βαλω hol double play...
    οποιο double play και αν κοιταξω εχουν προβλημα απο ολες τισ εταιριες.
    τελικα να βαλω με ρισκο hol;;
    εχει αλλος στο κερατσινι και να εινια ευχαριστιμενος;;;
    η στο τελος θα τραβαω τα βυζια μου;;;

  3. (Από εδώ)
    Απλά όταν είσαι ο εαυτός σου, ζείς! Όταν δεν είσαι ο εαυτός σου, είσαι ένας μ@λ@κας που κοροϊδεύεις εσένα κι άλλους χίλιους και στην ουσία φυτοζωείς. Η κατάληξη θα είναι να τραβάς τα βυζιά σου (όχι τα δικά σου, προς Θεου, έκφραση είναι) μετά από ένα χρονικό διάστημα γιατί δε σου κάθησαν τα πράγματα όπως θα ήθελες. Έτσι είναι το θέατρο. Καμία απόλυτη μίμηση δεν πέτυχε τόσο όσο το πρωτότυπο.thanks!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηγαίνω να κάνω κάνω το ψιλό μου, να αρμέξω τη σαύρα μου, να κάνω την ανάγκη μου, να κατουρήσω βρε αδερφέ!

  1. (από εδώ)
    ...Εγώ, πάντως, στους κλειστούς δημόσιους χώρους δε θα καπνίζω, αλλά θα πηγαίνω συχνότερα «προς νερού μου»... μέχρι να δημιουργηθούν (γιατί θα δημιουργηθούν και πολύ σύντομα) εκείνα τα μαγαζιά που θα πηγαίνουμε κι εμείς να τους ακουμπάμε τα ωραία μας λεφτά. Ας φτιάξουν στους δημόσιους χώρους περισσότερους καμπινέδες ...

  2. (από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη)
    – Μεγάλο ζαράρι μ’ ευρήκε να ’χω το συμπάθειο, θεια-Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι! Η φαμιλιά μ’, όξ’ από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ’ το καλύβι, κυρα-Γιαννού μ’, κ’ εγύρισε πίσω κακά κι αδέξια...

Got a better definition? Add it!

Published

Αγανακτισμένη ατάκα της καυλοπυρέσσουσας γάτας του Αρκά, της Λουκρητίας, προς τον ευνουχισμένο συγκάτοικό της, τον Καστράτο (δες ολόκληρη τη φάση στα media παρακάτω).

Λέγεται όταν κάπου βρίσκεται μαζεμένη όλη η γερουσία, συχνά απορροφημένη σε συζητήσεις για την κακομοίρα την Κωστούλα που πάσχει από τα αρθριτικά της και για το τριπλό μπάι-πας του συμπέθερου...

  1. - Τι έγινε, πήγες τελικά προχθές στη συνάντηση του slang.gr;
    - Πήγα, πήγα... Είχε μαζευτεί κόσμος!
    - Τι, καυλοπιτσιρικάδες;
    - Καμία σχέση! Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν τα εννιάμερα!

  2. (από εδώ)
    Θα ομολογήσω κι εγώ πως μια φορά που πήγα σε μια εκδήλωση με χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο Δημοτικό Ωδείο Λαρίσης συνοδεύοντας μια δύστροπη και ξινή απόφοιτο μουσικολογίας έψαχνα απεγνωσμένα για κάποιο τρόπο να φύγω από εκεί. Ο μέσος όρος ηλικίας των παρισταμένων, βλέπετε, ήταν τα εννιάμερα. Η ακουστική του χώρου ήταν ελεεινή (πεταμένα λεφτά δηλαδή). Η ερμηνεία των ασμάτων ήταν άνευρη, άψυχη, άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η μουσική συνοδεία ήταν, ουσιαστικά, της πλάκας

  3. (από εδώ)
    Κι επειδή το ταξίδι σαν ταξίδι δεν είναι καθόλου απαιτητικό, τουναντίον προσφέρεται για διάβασμα, αραλίκι, βαρεμάρα και “ξύσιμο”, νομοτελειάκά το πλοίο ήταν γεμάτο από ηλικιωμένους και πάω στοίχημα όσο θες ότι την πρώτη νύχτα πρέπει να ήμουν ο νεαρότερος επιβάτης στο πλοίο, αφού ο μέσος όρος ηλικίας πρέπει να ήταν τα εννιάμερα. Τόπο στα νιάτα!

  4. (από εδώ)
    Παναζία μου δε λες τίποτα! Πρόσεχε βρε! Το τάραξες το κορίτσι καλοκαιριάτικα! Εγώ πάλι με τα γριάδια και μέσο όρο ηλικίας τα εννιάμερα, το ταχύτερο που μπορούσαν να με ακολουθήσουν με τις μπαστούνες ήταν τα 2 χλμ, οπότε άγιο είχανε κι αυτές! Άντε βρε, καλώς σας βρήκα και να μου προσέχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω ρεπό από τη δουλειά. Και γαμώ τις φάσεις όταν το ρεπό αυτό είναι αφιερωμένο σε ατελείωτο κοπροσκύλιασμα, πίκρα όμως όταν στο ρεπό πρέπει να κάνουμε διάφορες βλακείες, όπως το να τρέχουμε σε δημόσιες υπηρεσίες ας πούμε.

Συνήθως το ρεπάρω σημαίνει ότι παίρνω άδεια σε δουλειά με μη σταθερές μέρες εργασίας, χρησιμοποιείται όμως και γενικότερα.

  1. (από εδώ)
    μπορείτε όταν ριμαδο-«ρεπάρω» τα ΣαβΚυρ να μην κάνετε μaλakiες εδώ μέσα και μετά να τα φέρνετε Δευτέρα πρωί να τα διορθώσω;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

  2. (από εδώ)
    Σημερα ρεπαρω και ρεπαρω και ρεπαααααααααααααααρω................ και αραζω επιτελους..βεβαια ολοι οι αλλοι δουλευουν και δεν εχω ανθρωπο να παω για καφε... αλλα WHO CARES; εγω ρεπάρω...ξυπνησα στις 12.30 και το απογευματακι απο νωρις θα βολταρω στις δουλειες των αλλων να τους ξεσηκωνω!! (χεχεχε)

Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός!! (από Cunning Linguist, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε όλους μας έχουν πει ότι δεν είναι ευγενικό να αποκαλούμε κάποιον «χοντρό», ακόμα και αν είναι τόφαλος. Αντί γι' αυτό, η politically correct λέξη είναι «εύσωμος». Έρχεται όμως ο ανώνυμος σλανγκιστής και συνδυάζει αυτές τις δύο λέξεις, διαβρώνοντας έτσι εκ των έσω τις κοινωνικές συμβάσεις.
Εύχοντρος λοιπόν ίσον εύσωμος + χοντρός.

  1. - Σου άρεσε το έργο;
    - Καλό ήταν, αλλά είχα στην μπροστινή σειρά έναν κρυπτόφαλο και έβλεπα τα μισά!
    - Α, εκείνον τον εύχοντρο λες; Πίκρα!!

  2. - Μπύρα θες;
    - Άσε καλύτερα, γιατί τον τελευταίο καιρό έχω γίνει λίγο εύχοντρος...

Μετά από παραγγελία του jesus του Γαλάτη! ;) (από Cunning Linguist, 29/03/09)Η συνέχεια του προηγούμενου, με το παράπονο να συνεχίζεται... (από Cunning Linguist, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πολύ κολλητό τζιν παντελόνι. Ήταν πολύ της μόδας στα 80s και συνδέθηκε άρρηκτα με την ενδυματολογική άποψη του heavy metal και ιδιαίτερα του thrash (σε στάνταρ συνδυασμό με αθλητικό μποτάκι). Ακόμα φοριέται από μεταλλάδες νοσταλγούς των χρυσών μέταλ 80s ή ακόμα και από μεταλλάδες πουρέιντζερς που έζησαν οι ίδιοι τα 80s και με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έχουν καταφέρει να παγώσουν τον χρόνο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Γενικότερα πάντως, σωλήνες λέγονται στον χώρο της μόδας τα κολλητά παντελόνια κάθε είδους (ακόμα και τα mainstream και haute couture - τυμβωρυχία και ιεροσυλία!)

  1. (Από εδώ)
    «Στο μεταλλάδικο δεν μπορείς να πάς αν δεν έχεις μακρύ μαλλί και παντελόνι σωλήνα με περασμένη αλυσιδίτσα για τα κλειδιά. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι η αλυσίδα δεν αποτελεί εφεντζίδικο γκάτζετ. Χρειάζεται για να τραβάς και να βγάζεις τα κλειδιά από την τσέπη του σωλήνα αφού άπαξ και τα έχωσες εκεί μέσα, δεν παίζει με τίποτα να χωρέσει το χέρι σου για να τα ξαναβγάλεις.»

  2. (Από blog)
    «Ευτυχώς που τελειώνει ο χειμώνας και θα σταματήσει το φαινόμενο «βάζω μπότα μέσα στο παντελόνι, ασχέτως του ότι το παντελόνι είναι baggy και σακκουλιάζει, δεν μπαίνω καν στον κόπο να αγοράσω σωλήνα παντελόνι, δεν μπαίνω άλλωστε μέσα σε σωλήνα παντελόνι επειδή δεν είμαι η Kate Moss, απλώς αγοράζω μπότες ότι να ‘ναι, τις φορώ και κυκλοφορώ όπως τον καουμπόη» (gay ή μη).»

Πολλοί σωλήνες μαζεμένοι... Δισκάρα παραμπιπτόντως το Coma Of Souls!! \m/ (από Cunning Linguist, 29/03/09)(από jesus, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified