Αυτός που του αρέσει να κοπροσκυλιάζει όλη μέρα και αν πρόκειται για δουλεία, κάνει τον Κινέζο. Κοινώς ο χαραμοφάης, ο ανεπρόκοπος και τα συναφή...

Επειδή όμως και αυτοί που δουλεύουν δεν αισθάνονται και πολύ ευτυχισμένοι κατά βάθος γι' αυτό τους το κατόρθωμα, ο όρος κοπρόσκυλο έχει αποκτήσει και μια θετική έννοια μέσα στα πλαίσια της φιλικής κουβέντας, παίρνοντας τη σημασία των χαλαρός, αραχτός κτλ. (βλέπε και το site koproskilo.gr, για το κοπροσκύλιασμα ως στάση ζωής...)

  1. - Μα τι κοπρόσκυλο είναι αυτός ο γιος της κυρα-Τασούλας Ευανθία μου; Ξυπνάει το απόγευμα το βράδυ γυρνάει και κοιμάται τα ξημερώματα! - Βρε μπας και δουλεύει νυχτοφύλακας το παιδί;

  2. - Τώρα στις διακοπές θα λιώνω όλη μέρα στο PC... Κοπρόσκυλο θα γίνω!! - Κάτσε ρε, να βγαίνουμε και καθόλου να κοζάρουμε κανένα κωλαράκι... - Καλά, που και που θα κάνουμε και καμιά τέτοια δουλειά, μην μας πούνε και τεμπέληδες!

Η κρυφή γοητεία του κοπροσκυλεύειν... :) (από Cunning Linguist, 07/01/10)math copro... cessor (από GATZMAN, 11/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει σκυλόφατσα και μοιάζει εντελώς καμμένη/κατεστραμμένη. Πολλές φορές η εν λόγω γκόμενα έχει επιπλέον μπάσα φωνή ή/και μιλάει σαν νταλικέρης.

Παρόλα αυτά τα σκυλιά μπορεί να έχουν ωραίο σώμα, οπότε η πλειοψηφία των ανδρών είναι (όπως πάντα) έτοιμη να παραβλέψει τα ανωτέρω γαβγιστερά χαρακτηριστικά και να ρίξει έναν πούτσο αν του κάτσει κανένα...

  1. (Μιλάει η γκόμενα, με βραχνή μπάσα φωνή, περιγράφωντας κάποιον από το μαγαζί που της αρέσει σε μια φίλη της...)
    - Τι μουνί είναι αυτό ρε;!
    - Σιγά, θα μας πάρουνε χαμπάρι!
    - Στο μπούτσο μου ρε μαλάκα, αφού εγώ τον γουστάρω!

(Σχόλια παρευρισκόμενων ανδρών)

- Ω ρε ένα κοπρόσκυλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που μοιάζει να συχνάζει κάθε Σάββατο πρώτο τραπέζι κάλτσα, που φαίνεται να ακούει δηλαδή σκυλάδικα και να έχει ως μόνιμη απασχόληση το να χορεύει τσιφτετέλι πάνω σε τραπέζια σκυλάδικων/ελληνάδικων.

- Κοίτα ρε μαλάκα τη γκόμενα με το λεοπαρδαλέ μίνι! Πώωω, κάτι μπουτάρες...
- Πάρε ένα σκυλί... Ε ρε και να σε βάλω στα τέσσερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζω έμπειρος.

- Τι έγινε ρε με αυτήν τη γκόμενα από τη δουλειά που έψηνες;
- Βγήκαμε χθες... Άσε, άρχισε να μου πουλάει ιστορία, ότι έχει κάνει μεταπτυχιακά και διδακτορικά και παπαριές μανίτσα μου... Ε ρε τι μαλακίες πρέπει να κάθομαι και ν' ακούω ο κακομοίρης, μπας και ρίξω κανέναν πούτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά: ομιλώ. Μετεξέλιξη του ρήματος αποτελεί ο τύπος μπουάβω (στην ντούρα λιάρντα, την πιο πρόσφατη [σχετικά] μορφή των καλιαρντών).

Επίσης:

μπενάβω ανθυγιεινά: κουτσομπολεύω, κακολογώ
μπενάβω καπνολεκέδες: κουτσομπολεύω, λέω βρωμιές
μπενάβω κουσέλες: βρίζω, κακολογώ
μπενάβω κους-κους: τηλεφωνώ
γουλφομπενάβω: γαβγίζω
μπέναμα, το: η ομιλία

  1. Κουλά μπενάβει η τζασλή! (= Βλακείες λέει η τρελή!)

  2. Νάκα μπενάβεις κι άβελε αποκατέ! (Μην μιλάς κι έλα εδώ!)

Από το 1.07. "Άρπα Κόλλα" του Νίκου Περάκη (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ουσιαστικά κώλος και πιλάλα (= το γοργό τρέξιμο, η τρεχάλα).

Κυριολεκτικά σημαίνει την πιεστική ανάγκη για αποπάτηση, το κόψιμο δηλαδή... Μεταφορικά όμως, όπως χρησιμοποιείται συνήθως, υποδηλώνει την μεγάλη βιασύνη / αγωνία / ανυπομονησία / ανησυχία για κάτι.
Βλέπε και κωλοσφίξιμο/κωλοσφιξούρα/κόψιμο.

- Άντε, ξεκίνα! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και θα φύγουν τα γκομενάκια!
- Σιγά ρε μαλάκα, σε μισή ώρα έχουμε πει, εδώ δίπλα... Μα τι κωλοπιλάλα σ' έχει πιάσει, μπορείς να μου πεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω, παίρνω είδηση / χαμπάρι. Ίσως βγαίνει από την γραμμή του τηλεφώνου (από το οποίο μαθαίνουμε διάφορα νέα).

  1. - Μεγάλο πουτανάκι η Ειρηνούλα, ε; - Ναι, το πήρα γραμμή κι εγώ από αυτά που μας έλεγε...

  2. - Πολύ άτομο ο Θανάσης! - Τι άτομο ρε αγαθιάρη, μούσια ιστορία πουλάει ο φιδέμπορας! Δεν το πήρες γραμμή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.

  1. - Τι έγινε ρε, πήρες κάνα σήμα; - Όχι ρε πούστη μου, τίποτα... - Ούτε κι εγώ... Μούφα μαύρο μου έφερε ο μαλάκας ο Τάκης!

  2. - Πώω μαλάκα, ρούφηξα μια καλή και πήρα τρελό σήμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράζομαι, εξαντλούμαι. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον παρακείμενο (τα έχω φτύσει). Παράγωγη μετοχική έκφραση: είμαι φτυσμένος.

  1. - Πρέπει να αρχίσω κανένα γυμναστήριο... Δυο μέτρα κάνω και τα φτύνω να πούμε...

2.- Πάμε πουθενά το Σαββατοκύριακο; - Τι λες ρε... Όλη την εβδομάδα τρεξίματα είχα και τά 'χω φτύσει τελείως... Θα κάτσω σπίτι και θα λιώσω στον ύπνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified