Το πέος κανονικού μεγέθους, στα καλιαρντά. Είναι η δεύτερη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα καλιαρντά» (1971) αναφέρει το λήμμα με-σικ (=με τρόπο, με ευγένεια, από την πρόθεση με και το γαλλικό chic [=κομψός]). Εν έτει 1996 έμαθα τον ορισμό μεσίκ από έναν καθηγητή αγγλικών που είχα, ο οποίος το σήκωνε το σακάκι (και γαμώ τα παιδιά πάντως!) Επομένως υποθέτω ότι ο ορισμός μεσίκ για το πέος κανονικού μεγέθους προκύπτει από την σημασία που αναφέρει ο Πετρόπουλος: δηλαδή το μεσίκ πέος είναι κομψό, ευγενές, αφού δεν είναι ούτε υπερβολικά μεγάλο ούτε υπερβολικά μικρό.

Μα πώς φαίνεται ο γλωσσολόγος... Και για πούτσες να μιλάει, το κάνει επιστημονικά ρε πούστη μου!!

- Μεσίκ το τεκνό μωρή μούτζα; (= Έχει ψωλή κανονικού μεγέθους ο γκόμενός σου κοπέλα μου;)

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, κακομοιριασμένο τσουτσούνι, στα καλιαρντά. Είναι η πρώτη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.

- Νάκα μπενάβεις μωρή φίφα! (=Μη μιλάς ρε μικροψώλη!)

Διά χειρός Καλυψούς Λάρα (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).

- Έγκλημα, νταμίρα, φίφα, του μπερντέ. (= Εγκληματίας, ναρκομανής, μικροτσούτσουνος, και γαμάει μόνο επι πληρωμή)

(από Khan, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που χύνει πολύ. Μεταφορικά λέγεται με ειρωνεία για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν γαμιάδες, μάγκες, αρχηγοί κτλ. Το επίθετο πιθανόν να προέρχεται από τις λέξεις χύσια και αμολάω ή, κατά μιαν άλλην άποψη, από το παλιό κόμικ Τιραμόλα. Οι γλωσσολογικές μελέτες δεν έχουν αποφανθεί ακόμα με σιγουριά...

  1. - Τι είναι αυτός ο Peter North* ρε συ; Μία ώρα χύνει, τις ασπρίζει τις γκόμενες! - Χυσαμόλας, όχι μαλακίες!!
  • Κλασικός αστέρας εκπαιδευτικών ταινιών, με πλούσια παραγωγή στον χώρο της έβδομης τέχνης.
  1. - Λοιπόν εγώ τη μικρή θα τη γαμήσω, κι ο γκόμενός της να πάρει τον πούλο... Άντε μην τον γαμήσω και αυτόν! - Σιγά ρε χυσαμόλα, κατούρα και λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σεξουαλική πράξη από τη μεριά του άντρα. Μια άλλη χρήση του είναι συνώνυμη της έκφρασης αρμέγω τη σαύρα μου, δηλαδή κατουράω.

  1. - Πολύ μου ζαλίζει τ' αρχίδια η διευθύντρια τώρα τελευταία... - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε μαλάκα... Πότε θα της ρίξουνε κανέναν πούτσο να ησυχάσουμε;!

  2. - Άντε, να πληρώσουμε τον λογαριασμό και να την κάνουμε για πουθενά αλλού; - Πάρε να πληρώσεις και τα δικά μου, εγώ πάω στην τουαλέτα να ρίξω έναν πούτσο και φύγαμε...

Δες ακόμη: ρίχνω δυο μουνιά, ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του ονόματος της μεγάλης λυρικής τραγουδίστριας Μαρίας Κάλλας, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τραγουδίστριες με ελκυστική ή προκλητική εμφάνιση, ανεξαρτήτως του αν αυτές έχουν φωνή ή όχι.

Σχετικά λήμματα: εκτελώ, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα, Κακοφωνίξ.

  1. - Μαλάκα τό' χεις δει εκείνο το καινούριο γκομενάκι από τη Βουλγαρία που κάνει τραγούδι στο ωδείο; - Γάμησέ τα, την πέτυχα προχθές και τα είδα όλα μιλάμε... Μαρία Κάβλας η μικρή!

  2. - Ακούστε την κύριε Μοδινέ, δεν έχει καταπληκτική φωνή; Ίδια η Μαρία Κάλλας... - Μαρία Κάλλας δεν νομίζω, μάλλον Μαρία Κάβλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ατάλαντες και φάλτσες πλην όμως προικισμένες εμφανισιακά τραγουδίστριες. Είναι ο τύπος της τραγουδίστριας που κάνει καριέρα καβαλώντας καλλιτεχνικούς διευθυντές, μάνατζερ και λεφτάδες... Τα χειρότερα δείγματα του είδους τα συναντάμε σε πρωινές και μεσημεριανές εκπομπές κοινωνικής κριτικής και ξεκατινιάσματος.

Σχετικά λήμματα: Μαρία Κάβλας, Κακοφωνίξ, εκτελώ.

- Καλά φίλε την έχεις δει αυτή που τραγουδάει «το νινί σέρνει καράβι»;
- Πώω... Τι είναι αυτή ρε μαλάκα;! Από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα... Μαρία Κάβλας σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω κολλήσει με τις γκόμενες και το σεξ, σε βαθμό που δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο. Εξαιτίας αυτού φέρομαι προκλητικά, ίσως και πρόστυχα, στις γυναίκες.

  1. - Άσε, από τότε που έγινε εκείνο το σκηνικό με τα δύο πιπινάκια στο πάρτι, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!

  2. - Ρε μαλάκα, πώς μιλάς έτσι στα γκομενάκια στη δουλειά; Όλο βρώμικα υπονοούμενα τους πετάς! - Δεν μπορώ ρε φίλε, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως, μ' έχει τρελάνει το μουνί! - Κοίτα μόνο μη φας καμιά απόλυση στο τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα.

- Πώωω, χθες το βράδυ με πιάσανε οι τροχόμπατσοι και με ξέσκισαν εντελώς...
- Γιατί;
- Πήγαινα κομμάτια με το αμάξι, δεν φορούσα και ζώνη... Γάμησέ τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified