Συγκεντρωτικά, ορισμένες από τις σλανγκ σημασίες του συμπαθούς γλυκού:

  1. Ο πούστης που αγαπά να τον παίρνει από τον κώλο, κατά λογοπαίγνιο με τις αγγλικές λέξεις back love ass, βλ. και condom in ass (Κοντομηνάς), bus in ass (Μπασινάς). (Vrastaman).

  2. Οι γραμμωμένοι κοιλιακοί (Johnny Black).

  3. To καπιτονέ μπουφάν (Electron).

  4. Το πλεχτό των διχτυών σε ποδόσφαιρο, μπάσκετ και άλλα αθλήματα (Electron).

  5. Και βέβαια ο ορισμός που δίνει ο Χότζας για την ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους.

Όταν έβγαλε τον μπακλαβά, διαπίστωσα ότι είχε έναν πολύ σέξι μπακλαβά, που με έβαλε σε πειρασμό μήπως πρέπει να το γυρίσω κι εγώ σε μπακλαβά. Άλλωστε με έχει κουράσει η μονοτονία του μπακλαβά και σκέφτομαι να δοκιμάσω την οθωμανική δόμηση, μήπως κόψω κι εγώ τον μπακλαβά στο πρωτάθλημα της σεξουαλικής ηδονjής.

Μπουφάν μπακλαβάς. (από Khan, 16/11/09)Κοιλιακοί μπακλαβάς (από Khan, 16/11/09)Δίχτυ μπακλαβάς (από Khan, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Σπορτίφ περιγραφή ζευγαριού στο οποίο ο άντρας είναι κατά πολύ κοντύτερος της γυναίκας ή/και απλά κοντός σε απόλυτες τιμές. Σπάνιο φαινόμενο στις βόρειες χώρες, σύνηθες μεταξύ πολιτικών (π.χ. Σαρκοζί), ραμολί πλουσίων, ηθοποιών (π.χ. Τομ Κρουζ), ο κανόνας στους τζόκεϊ. Ξύπνησε την αστική διανόηση προκαλώντας έναν διάλογο ιδεών που περιλαμβάνει την αστική μυθολογία του Κανόνα Αντίχειρα - Δείκτη, το ρομαντικό επιχείρημα του ακριβού αρώματος που μπαίνει σε μικρό μπουκάλι, αλλά και τον Κανόνα του Δείκτη - Μέσου, ψηλά στο κεφάλι ως κέρατα, και το Γκουσγκούνειας αισθητικής αντεπιχείρημα ότι και τη μαλακία σε μικρά μπουκάλια τη βάζουν στα εργαστήρια.

Η Βούλα μέχρι τα 25 της πρώτευσε στο άλμα επί κοντώ στους στίβους και μετά στο άλμα επί κοντό, μια και ο Αντωνάκης της είναι 1,60...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified