Στα καλιαρντά είναι το ρολόι. Εκ του κάγκελο (< μεταγενέστερο κάγκελλον < λατινικό cancellum), που σημαίνει κάτι το μεταλλικό, πρβλ. καγκελοπαρτούζα, και του αγγλικού clock = ρολόι.

Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η αλυσίδα. Το α' συστατικό καγκελο- είναι κατά τον Ηλία Πετρόπουλο συχνό πρώτο ή και δεύτερο συστατικό στα καλιαρντά και ενέχει την σημασία του μεταλλικού. Εκ του κάγκελο < μεταγενέστερο κάγκελλον < λατινικό cancellum. Οπότε μιλώντας για καγκελοπαρτούζα εννοούμε μια μεταλλική (λ.χ. από χρυσό, ασήμι) ευτυχή οργανωμένη παρτούζα, όπου έκλεισε ο κύκλος και έτσι μπορεί να την φορέσει ένα λατσότεκνο ή ένας γερομπινές στο λαιμό, στο πόδι, ή όπου αλλού ξέρει.

Δικέλω ντικ ένα λατσότεκνο με χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσή καγκελοπαρτούζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κλαόσικά ξύλινα ποδοσφαιράκια όπου οκτώ μεταλλικές ράβδοι (σαν σούβλες) συνδέουν τους παίχτες-πιόνια των δύο ομάδων (τέσσερις για κάθε ομάδα) και, με μια χειρολαβή στην άκρη τους, ο παίχτης μπορεί να τις μετακινήσει και να τις περιστρέψει για να εμποδίσει ή να χτυπήσει το μπαλάκι.

Η ονομασία προφανώς έχει δοθεί από το γεγονός ότι τα ποδοσφαιράκια αυτά υπάρχουν συνήθως σε χώρους μαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια (ουφάδικα-μπλιμπλίκια) κι ορισμένες φορές και μπιλιάρδα.

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το subuteo, αλλά τον ενθουσιασμό που σου δίνει το μπλιμπλίκι δεν τον βρίσκεις αλλού.

(από notheitis, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι συντομίες των λέξεων μαστάρια και βυζαρέλια.

-Δες στάρια που έχει η γκόμενα!!! Σαν αγελάδα είναι για άρμεγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Προέρχεται ἐκ παρομοιώσεως μὲ τὴν παλαιότερα περιζήτητη μικρὴ καὶ σφικτὴ μπάμια Μπογιατίου (νῦν Ἅγ. Στέφανος Ἀττικῆς), ἄλλωστε τὸ λῆμμα ἀπαντᾶται ἐπισήμως καὶ στὴν πλήρη μορφή του: Μπάμια Μπογιατίου, τὸ ὁποῖον στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἠχεῖ ἀκόμη πιὸ καλιαρντό (ἐξωτικό), μιᾶς καὶ ἐλάχιστοι θυμοῦνται πιὰ τὸ Μπογιάτι ὡς τοπωνύμιο, ἴσως δὲ ἀκόμη λιγότεροι ὡς ποίημα (Τὸ θέαμα τοῦ Μπογιατίου ὡς κινουμένου τοπίου).

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, τουτού. Ἄλλες λέξεις (κατά τινας καλιαρντόμορφες), ὅπως φίφα, λιλί, λιλίκα, λιλικάκι κλπ δὲν μαρτυροῦνται εἰς τὴν καλιαρντή, ἀποτελοῦν δὲ μᾶλλον babytalk.

Ἀντίθετον τὸ γούδα, συναντώμενον καὶ ὡς γουδούμπα καὶ ὡς γουδέλα.

Δανείζομαι ἀπὸ τὸν Johnblack, διότι εἶναι κορυφαῖο:

Φιλικὴ ἐρώτησι σὲ κίναιδο:
- Παίζει καμιά γουδούμπα τελευταία ή μόνο με μπάμιες τη βγάζεις; Ἀπάντησις: - Ἄστα τζόνι μου, τόσες μπάμιες που 'χω μαζέψει, μόνο εγώ κι ο Μπαρμπαστάθης!

παρτε κοσμε φρεσκο και σπαρταριστο (από ο αυτοκτονημενος, 17/01/10)Και Ιντεραράπικαν και Ομπάμιας: Σχήμα οξύμωρο! (από Khan, 19/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Συνώνυμα: Σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Βλ. ἐπίσης ταυτόσημο λῆμμα τουτού.

- Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Φυστίκι ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν:

- Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ κλούβα τοῦ τμήματος ἠθῶν.

Παλαιότερα ἦταν συνηθισμένη βραδυνὴ σκηνὴ περὶ τὴν Ὁμόνοια, Συγγροῦ καὶ ἀλλοῦ, νὰ μαζεύῃ ἡ κλούβα ἐκδιδομένους κιναίδους καὶ πόρνες, προκειμένου νὰ γίνῃ ὑγειονομικὸς ἔλεγχος. Συχνὰ ἔπεφτε καὶ καμμιὰ ψιλή.

Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν Πετρόπουλο:
- Ποὺ νὰ ἀβέλῃ μὲ σὶκ τὸ ποῦλμαν τῆς χαρᾶς καὶ νὰ σὲ τζάσῃ στὸ ρουνάδικο γιὰ ρεβύ, ξεκωλιάρα!
Τουτέστιν:
- Ποὺ νὰ ἐμφανισθῇ σιγὰ-σιγὰ ἡ κλούβα καὶ νὰ σὲ πάῃ στὸ τμῆμα γιὰ ἐπιθεώρησι (ὑγειονομικὴ), ξεκωλιάρα!

Magic Bus - The Who (από allivegp, 15/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκατό στα καλιαρντά. Γνωστό και ως κουλ-κουλ

Ο Πετρόπουλος υποθέτει οτι προέρχεται ή από το τουρκικό kule (πύργος) ή από το Ιταλικο culo (πάτος).

Επίσης χρησιμοποιείται και ως έκφραση: «κουλά»! (σκατά, τρίχες!)

Τα έφτιαξες με λατσομπουριάρη τζαζμπερντεροπουρό; Μμμμ τι μας λες! Κουλά ντε Παρί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναψυκτικό στα καλιαρντά.

Γκλασόνι είναι το παγωτό.

Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι, άφρισα η μπλούκρω

"Αβέλτε μου μολ-γαργαρογκλασον, γιατί άφρισα η μπλούγκρω!"= Θέλω να μου φέρετε ένα παγωμένο νερό γιατί έσκασα από τη ζήλια μου η μοχθηρή, στο 1.25. (από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified