Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.
Πηγή: The inq.
Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!
Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.
Πηγή: The inq.
Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!
Κι άλλα για πολύ κρύο: δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λολοπαίγνιο που φορέθηκε ιδίως αυτόν τον χειμώνα 2012-2013, λόγω του ακριβού πετρελαίου θέρμανσης και της προσπάθειας να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι να ζεσταθεί ο κοσμάκης, ο πλέον κλασσικός από τους οποίους είναι ασφάλουσλυ το σεχ. Κάνει κρύο, καιρός για τρίο άλλωστε, η ομοιοπαθητική καυλοριφέρ βέρσους πουτσόκρυο είναι η πιο ενδεδειγμένη.
Got a better definition? Add it!
Η βροχάρα, ή η χοντρή βροχοσταλίδα που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.
Σαν πω για να έρθω, χιόνια και βροχάλες. Σαν πω να γυρίσω, ήλιος καλοκαίρι (εδώ)
Διάβασα στις ειδήσεις για τις βροχάλες στα μέρη σας. Στα δικά μας, ο ήλιος καίει ακόμη πέτρες (εκεί)
Εχτές επαιδευόμουνα να φκιάξω μια χαρχάλα κι όπως στα τζάμια χτύπαγεν αγέρας και βροχάλα σκεφτόμουνα: «Ρε Άντριου, τι έκανες ρε βλάκα; Ξέχασες τα καρύδια σου που λιάζονταν στην πλάκα!!» (παραπέρα)
Παίζει κι ως φτηνό λολοπαίγνιο εκ της βρόχας και τση ροχάλας.
Got a better definition? Add it!