Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.
Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου .
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος , δάγκωσα τ' αρχίδια μου , δαγκώσει, τον / την έχω , κάνει κρύο, καιρός για τρίο , Λος Ψόφος , μπιλοζίρια , ξυλιάζω , πουτσόκρυο , τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές , τουρτουρίζω , τσάφι , τσόκρυο , ψόφος , ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published 2009-05-15 16:49:14+00:00
Last modified 2015-04-18 16:02:22+00:00
Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.
Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα .
Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά .
- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο , αρχιδαριό , αρχιδόκαμπος , καψιμί , λοσταρία , πουτσοπανήγυρος , πουτσοσπορά , πουτσοχώραφο , σβερκαρία , τίγκα στο αρχίδι , τσατσάρα , ψωλαρία , ψωλοχώρι .
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος , ακατάσχετη μουνορραγία , θεομουνία , μουνόβραση , μουνοθύελλα , μουνοκαλύβα , μουνόλακκος , μουνοπλαγιά , μουνοπλημμύρα , μουνώνας , μπαζοκαταιγίδα , μπουλογιόλι , του μουνιού το πανηγύρι , moon storm .
Got a better definition? Add it!
Published 2009-05-27 08:56:14+00:00
Last modified 2015-04-26 18:49:00+00:00
Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο , ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.
Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος , δάγκωσα τ' αρχίδια μου , δάγκωσα το καβλί μου , δαγκώσει, τον / την έχω , κάνει κρύο, καιρός για τρίο , Λος Ψόφος , μπιλοζίρια , ξυλιάζω , τσόκρυο , τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές , τουρτουρίζω , τσάφι , ψόφος , ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published 2010-02-09 19:25:13+00:00
Last modified 2015-04-18 16:00:30+00:00