Κρυώνω.
Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!
Κρυώνω.
Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο.
Got a better definition? Add it!
Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.
Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ως παρεμφερής ορισμός με το δάγκωσα το καβλί μου όταν κάνει πολύ κρύο...
- Ρε συ ... πώς είναι ο καιρός έξω;
- Γάμησέ τα... δάγκωσα τα αρχίδια μου!!!!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Από πού κι ως πού, τώρα, τα υποκοριστικά της αρχής κάποιου να μπορούν γίνουν φακές; Μάλλον κάτι άλλο θέλει να πει ο ποιητής, λέγοντας αυτό. Τι όμως;
O ποιητής κρυώνει επειδή:
- υπάρχει πουτσόκρυο.
- είναι τσίρος και κρυώνει εύκολα.
- είναι άρρωστος κι ανεβαίνει ο πυρετός του, κλπ.
Λέγοντας τη φράση, θέλει να τονίσει πως από το πολύ κρύο που αισθάνεται, έχουν συσταλεί τα αρχίδια του και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει και καλά φακές.
Ωστόσο πέρα από το ότι κρυώνει, ο ποιητής μπορεί και να πεινάει κιόλας. Και γι' αυτό μπορεί να περνάει, ενσυνείδητα, ή υποσυνείδητα, τον συνειρμό του, μέσα από φαγώσιμες ύλες, αφού τρώγοντας κανείς, θερμαίνεται, ξεζιπάρονται οι φακές και ξαναγίνονται, και καλά, όρχεις.
Σημείωση: Η φράση, βγάζει την... εκφραστικότητα, ενώ παράλληλα βγάζει το... γέλιο.
- 'Αστα... μπρρρ... Έχω δαγκώσει το καυλί μου. Τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές... μπρρρ!
- Καλά κι εγώ κρυώνω, αλλά δεν κάνω έτσι. Τόσο πολύ πια;
- Ρε δεν αντέχω σου λέω... μπρρρ!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.
Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.
Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».
-Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
-Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.
Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!
Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.
Got a better definition? Add it!
Στις χειμωνιάτικες μέρες που έξω βρέχει ή χιονίζει και κάνει κρύο, το ζευγάρι δένεται περισσότερο μέσα στην ζέστη του σπιτιού (όσοι έχουν θέρμανση) και κάνουν διάφορα πράγματα.
- Πάμε κανά σινεμά τσιμπητέ;
- Πού να τρέχουμε μέσα στην καταιγίδα; Θα κάτσουμε μέσα με την Λούλα. Κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά!
Καιροί για έρωτες: κάνει κρύο, καιρός για δύο, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, κάνει παγωνιά, καιρός για εξήντα εννιά.
Got a better definition? Add it!