Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.
Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.
Got a better definition? Add it!
Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.
- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.
Got a better definition? Add it!
Από το γαλλικό complet. Σημαίνει ολοκληρωμένος. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή πράγματα που δεν παίρνουν άλλο, που είναι πλέον τίγκα.
Πιάσε και μια σαλάτα και είμαστε κομπλέ.
βλ. και κομπλέντερ, κομπλεδόν.
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».
Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.
Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.
Got a better definition? Add it!
Υπέροχα, τέλεια. Από το αγγλικό fine. Έκφραση ξεπερασμένη, την χρησιμοποιούσαν πολύ την δεκαετία του '80.
Πήγαμε το Σάββατο στην disco που είχε party με αφρούς και περάσαμε φίνα, έγινε χοντρή φάση σου λέω!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.
Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.
-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;
Βλ. και παππουδέλι, γεροντάματα, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.
Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»
Got a better definition? Add it!