Further tags

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα τα κόμικς και τα κινούμενα σχέδια, γνωστά και σαν «Μίκυ Μάους», αλλά ακόμα και αν δεν είναι Μίκυ Μάους.

Άσε τα μικιμάου και πιάσε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κόμικς κατά όσους α) είναι άνω των 60 ετών β) είναι άσχετοι και ηλίθιοι γ) συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

- Γιαγιά, κοίτα δω, ο Σούπερμαν πετάει!
- Τι τα θες αυτά τα μικυμάου, παιδί μου. Πιες το γάλα σου.
- Φάε σκατά, ρε γριά!

(από Khan, 26/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρειάζονται 3 άτομα, 2 άντρες και 1 γυναίκα.

Είναι η στάση όπου κατά τη διάρκεια του σεξ η γυναίκα είναι ανάμεσα στους 2 άντρες και την περιποιούνται ταυτόχρονα και οι 2.

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα πολύ έκφυλη! Τελικά το βράδι την πήραμε σάντουιτς και οι 2!

Σύγκρινε με σούβλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άβουλος άνθρωπος, αυτός που εκτελεί εντολές άδιαμαρτύρητα και δεν μπορεί να εκφέρει άποψη. Δεν έχει δικαιώματα, δεν μπορεί να διεκδικήσει το δίκιο του και αμοίβεται πενιχρά.

Συναντάται κατα κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα εργασίας, ενώ αντίθετα απουσιάζει παντελώς στον δημόσιο τομέα.

Σκέφτομαι να φύγω απο το γραφείο που εργάζομαι, δεν αντέχω άλλο, μας έχουν όλους στον ίδιο χώρο, τα γραφεία δίπλα, διάλειμμα 20 λεπτά την ημέρα και δεν μας αφήνουν ούτε τσιγάρο να κάνουμε ακόμα και εκτός του γραφείου. Θέλουν να έιμαστε πάντα στην ώρα μας, αλλά να καθόμαστε και υπερωρίες τις οποίες ποτέ δεν πληρώνουν. Μας έχουν σαν τα ρομπότ όλους και δεν μιλάει κανένας απο φόβο μην τον απολύσουν...

Got a better definition? Add it!

Published

Η βόλτα, το σεργιάνι, η περιπλάνηση.

Από το ιταλικό sollazzo.

Πιο συχνά συναντούμε το ρήμα σουλατσάρω. Επίσης χρησιμοποιείται συχνά και η λέξη σουλάτσα αντί του σουλάτσο.

- Πού 'σαι ρε Βάγγο;
- Βολτίσα με κάτι φιλαράκια και το βράδυ για ποτάκι!
- Α ρε αλάνι, όλο στη σουλάτσα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published

O γκέι σε υπερθετικό βαθμό.

Χρησιμοποιείται συχνά από νεαρά άτομα όταν θέλουν να υποβιβάσουν συνομήλικό τους.

Τι θες ρε γκέουλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το UFO (ελληνιστί: ΑΤΙΑ). Ο βλάκας λόγω αφηρημάδας, τόσο που λες πως δεν ανήκει στον γήινο και ανθρώπινο κόσμο.

Πληθ.: ούφα. Υπερθετικός: ουφάρα, ουφάκλα.

Είσαι μεγάλη ουφάρα! Πότε θα πάψεις να χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο νομίζοντας ότι είναι γνωστοί;...

(από patsis, 06/03/11)

Βλ. και ούφο με σκούφο - και με φλογέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.

Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.

Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo

- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified