Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.
- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.
Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.
- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.
Got a better definition? Add it!
Άλλος όρος για την κοκαΐνη, όπως κοκορέτσι, κόκορας, λόγω του άσπρου χρώματος.
Got a better definition? Add it!
Η φούντα (ή μπάφος) η οποία είναι κακής ποιότητας, συνήθως από την Αλβανία.
Ρε μαλάκα πάλι μπουρούχα αλβανική θα πιούμε; Αφού ξέρεις ότι μου γαμάει το λαιμό!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).
Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα
Got a better definition? Add it!
Στέλνω μια γκόμενα ή αλλιώς κερνάω το βελόνι. Δηλαδή τσουλάω το ασήμι, τρυπιέμαι, ρουφάω ζουζού.
ΛΕΛΟΣ: Άραγκον κοκαλεο και δε με πιάνει η αλκοόλη πλέον...
ΚΟΚΑΛΟΣ: Θα σου δώκω να τσουλήσεις πρώτο πράμα αδερφέ μου, λίρα εκατό σου λέω..
ΛΕΛΟΣ: Θα πονέσω;
KOKAΛΟΣ: Με το πρώτο σουτ θα σου φύγει ο ιδρώτας, εγγύηση!
Got a better definition? Add it!
Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.
Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.
Got a better definition? Add it!
LSD σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού το οποίο κόβεται σε ολόκληρο, μισό και τέταρτο. Διαφορετική εικόνα στο χαρτί σημαίνει και διαφορετική περιεκτικότητα σε LSD, επομένως διαφορετική ισχύ. Οι εικόνες ποικίλλουν με πιό χαρακτηριστικές τον Asterix, το βατραχάκι και το hoffman, το λεγόμενο και «ποδηλάτης».
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική trip (ταξίδι) λόγω του χαρακτηριστικού ακούσματος που σου δίνει το LSD. Ο χρήστης του χαρακτηρίζεται με την αρκετά εμπνευσμένη έκφραση τρίπιος.
Got a better definition? Add it!
Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.
Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.
- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!
Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.
Got a better definition? Add it!