Further tags

Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.

- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος όρος για την κοκαΐνη, όπως κοκορέτσι, κόκορας, λόγω του άσπρου χρώματος.

Έχω 2 τζι χιόνι για το Σ/Κ. Θα γουστάρουμε.

(από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φούνταμπάφος) η οποία είναι κακής ποιότητας, συνήθως από την Αλβανία.

Ρε μαλάκα πάλι μπουρούχα αλβανική θα πιούμε; Αφού ξέρεις ότι μου γαμάει το λαιμό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χόρτο, μπάφος, γάρο, ρο, φοσμπά, γενικώς ή το χασίς ή το τσιγαριλίκι.

  1. - Ρε συ τί λέει, θα πιούμε κάνα μαύρο;

  2. - Θα στρίψεις κάνα μαύρο να το σκάσουμε;

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλνω μια γκόμενα ή αλλιώς κερνάω το βελόνι. Δηλαδή τσουλάω το ασήμι, τρυπιέμαι, ρουφάω ζουζού.

ΛΕΛΟΣ: Άραγκον κοκαλεο και δε με πιάνει η αλκοόλη πλέον...
ΚΟΚΑΛΟΣ: Θα σου δώκω να τσουλήσεις πρώτο πράμα αδερφέ μου, λίρα εκατό σου λέω..
ΛΕΛΟΣ: Θα πονέσω;
KOKAΛΟΣ: Με το πρώτο σουτ θα σου φύγει ο ιδρώτας, εγγύηση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.

- Πω ρε μαν, θυμήσου τις προάλλες που φάγαμε, πώς ήταν!
- Άσε ρε μαχλέπα, είχα αγχωθεί τρελά με το κινητό που δεν είχε σήμα.
- Γιατί εγώ τι νομίζεις ότι έπαθα όταν είδα στην τηλεόραση τον Έλβις Πρίσλεϊ; Αγχώθηκα!
- Τι άγχος ρε παιδί μου αυτό το τριπάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

LSD σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού το οποίο κόβεται σε ολόκληρο, μισό και τέταρτο. Διαφορετική εικόνα στο χαρτί σημαίνει και διαφορετική περιεκτικότητα σε LSD, επομένως διαφορετική ισχύ. Οι εικόνες ποικίλλουν με πιό χαρακτηριστικές τον Asterix, το βατραχάκι και το hoffman, το λεγόμενο και «ποδηλάτης».

Η λέξη προέρχεται από την αγγλική trip (ταξίδι) λόγω του χαρακτηριστικού ακούσματος που σου δίνει το LSD. Ο χρήστης του χαρακτηρίζεται με την αρκετά εμπνευσμένη έκφραση τρίπιος.

-Τι έπαθε ρε μαν ο Τεό και κοιτάει μιά ώρα το μπουκάλι;!
-Έφαγε μισό ποδηλάτη δικέ μου...
-Πω μαέβιους! Τρίπιος κιετσ'...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.

Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.

- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!

Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified