Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.
Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.
Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.
Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.
Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.
Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς = φλωροGAY)
Συνδυάζει την έννοια του φλώρου και του πούστη ώστε να γίνει πιο προσβλητικό. Ο αντιπαθητικός φλώρος, το μαμόθρεφτο, το «παιδί του μπαμπά», που συνήθως το παίζει και λεφτάς.
- Έτσι και μου ξαναμιλήσει αυτός ο φλωρόπουστας θα πέσουνε μπουκέτα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.
- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλ. και μουνί κλαμένο
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι τρομερά σπαστικός και λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια με αποτέλεσμα να εκνευρίζει τους άλλους.
- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε!
- Μου το είπες 15 φορές, μην γίνεσαι πρηξαρχίδης, να πιω τον καφέ μου και φεύγουμε σε λίγο!
Got a better definition? Add it!