Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.
Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.
- Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!
Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.
Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.
- Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό.
Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;
(www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.
(«Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...
Got a better definition? Add it!
Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).
Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».
- Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.
- Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!
Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.
- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!
Βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable, ευγαμήσιμη.
Got a better definition? Add it!
Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.
- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
γαμιστρώνας, γαμηστρώνας
Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.
- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;
Got a better definition? Add it!
Η πράξη κατά την οποία γλυκαίνεσαι με το χέρι. Ο αυνανισμός.
Χάρυ Κλυνν: «Κάτι τέτοια παιδιά έχουν ψοφήσει τους ρέστους στο χερογλύκανο...»
βλ. και χειρογλύκανο
Got a better definition? Add it!