Κλασικά, σημαίνει:

  1. Ανθρωπότυπος θηριωδώς μυώδης τ. σφίχτερμαν, σβάρτσος, μπονταίος κ.τ.ό., που να είναι όμως και ντουλάπας σε όγκο, ίσως και τριχωτός (όχι απαραίτητα), επίσης όμως και ανεγκέφαλος (λ.χ. ένα μπιλντέρι που θα διάβαζε Baudrillard δεν θα μπορούσε να ονομαστεί γορίλας).

  2. Ο σωματοφύλακας / μπράβος, κυρίως, αλλά και, λιγότερο, ο εκτελών χρέη πόρτας. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται σε προτάσεις αντιθετικά, για να πούμε ότι ένας φλώρος, αδύναμος, λουλούκος, ή υπερβολικά εγκεφαλικός τυπάς κυκλοφορεί με ζωώδεις γορίλες (μπράβους) μαζί του.

  3. Η αποκρουστική ζωώδης γκόμενα, βαθμολογίας 30 τεκιλών στην αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ. Σημειωτέον, ότι κατά Μπάμπη, η ονομασία του ζώου προήλθε από θρυλούμενη φυλή δήθεν τριχωτών γυναικών της Αφρικής, που ονομάστηκαν γορίλλαι.

Πολύ περισσότερα στοιχεία μας δίνει ο επιφανής συσλανγκιστής Σαραντάκος εδώ. Μην χάσετε την απίθανη ιστορία του Άννωνος τον 5ο αιώνα π.Χ., που δίνει και ένα χιντ γιατί η έννοια γορίλας έχει συσχετιστεί ειδικά με γυναίκες. Στο ίδιο κείμενο προκρίνεται η γραφή με ένα λάμδα, την οποία ακολούθησα, λόγω του ότι είναι σε τελική ανάλυση ξενικό δάνειο (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πιθανόν προέρχεται από αφρικανική ρίζα που σημαίνει άνθρωπος!).

Τέλος, πρβλ. και τα λήμματά μας πίσω γορίλα! και γωριλάς.

  1. Τριάντα «Γορίλλες» με τέσσερα αυτόματα περίστροφα στην τσέπη ο καθένας σχημάτισαν προστατευτικό ‘ανθρώπινο τείχος’ γύρω από τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
    (δες Σαραντάκο)

  2. Κι αν είστε δικαστής με τήβεννο… προσοχή στον γορίλα!
    (Συμβουλή Σαραντάκου).

  3. Ακόμη οι φονιάδες-μπράβοι-γορίλλες-γίγαντες της ΟΝΝΕΔ κατεβαίνουν στην επέτειο του Πολυτεχνείου (τι δουλειά έχουν κάθε χρόνο αυτοί εκεί; ένας θεός ξέρει) και αφήνουν στεφάνι με στρατιωτικό βηματισμό και προκλητική συνθηματολογία (Από το indymedia)

  4. Δυστυχώς, όχι μόνο στη Μύκονο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το επίπεδο των πορτιέρηδων είναι από μηδενικό έως ανύπαρκτο. Δεν είναι τελικά και τόσο άστοχος ο χαρακτηρισμός που τους έχει αποδοθεί: γορίλες... Κρίμα σε εκείνο το παιδί που έφυγε, κρίμα για την οικογένειά του και κρίμα για τα τόσα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν από τα κτήνη που μόνο να μουγκριζουν ξέρουν, ούτε καν να καλησπερίζουν.
    (Από το φατσοβιβλίο).

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό υποκοριστικό τση δωροδοκίας, άκα: λαδώνω, φακελάκι, miesens, γρηγορόσημο. Το δωράκι απενοχοποιήθηκε από τον αείμνηστο σοσιαληστή οραματιστή Ανδρέα όταν μάλωνε πατρικά τον αυτομιζοδοτούμενο τότε διοικητή τση ΔΕΗ Μαυράκη με το ιστορικό:

«Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…» (εδώ)

Πολύ νερό πέρασε κάτω από το καυλάκι έκτοτε, αλλά το δωράκι παραμένει σταθερή αξία για τον σύγχρονο τσιφτετέλληνα.

1.
Το φακελάκι πάει... σύννεφο στην Ελλάδα, καθώς, το 11% των ερωτηθέντων Ελλήνων παραδέχεται ότι έδωσε «δωράκι» σε γιατρούς και προσωπικό, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

2.
Διευκρινίζω, προς άρση παρεξηγήσεων, ότι θεωρώ ηθικά 100% κατακριτέο το λάδωμα των 500€ (ερασιτεχνική κατηγορία), το δωράκι των 25.000€ (κατηγορία ημι-επαγγελματική), τη μίζα των 14 εκατομμυρίων € (κατηγορία premier league, κύριος Κάντας) και τη διαρκή μιζοδότηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων € (κατηγορία Champions League ή, αλλιώς, Άκης).

3.
Παρόλη την άθλια κατάσταση που επικρατεί στα οικονομικά μας ,οι σχολές οδηγών και οι εξεταστές ΣΤΗΝ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ακόμη ζητούν μίζες για να πάρεις το διπλωμά σου και το αποκαλούν με την κωδική ονομασία ¨ ΔΩΡΑΚΙ ¨...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πέφτει άτακτο ξύλο, δηλαδή βρωμόξυλο, μπουκετίδι, κλωτσομπουνίδι, μαπίδι, ταβερνόξυλο, μπακατσέτουλες.

Στην μη σλανγκική, ξυλίκι είναι το όνομα παραδοσιακού παιχνιδιού αγοριών που σχεδόν πάντα κατέληγε σε μπαμπούνες στο κεφάλι. Περισσότερα εδώ.

Πάσα: ο αδικοχαμένος σλανγκιστής ΑΛΛΟΣ (εδώ).

- SMACKDOWN ~ Πραγματικό και βρώμικο ξυλίκι ή στημένες μαλακίες...;;;
(εδώ)

- ΞΥΛΙΚΙ ΜΑΤ-ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ AΓΡΙΕΣ ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(εκεί)

- ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΣΠΑΣΩ ΣΤΟ ΞΥΛΙΚΙ ΤΗΝ ΜΑΡΩ ΛΥΤΡΑ!!! | Facebook
(παραπέρα)

Πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, πάντα ζω σαν το τζιτζίκι
πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, όλο μπάλα και ξυλίκι
όλο μπάλα και ξυλίκι
κι ούτε νοιάζομαι για νοίκι.
(Ο Νικολάκης το Τζιτζίκι, Απόστολος Καλδάρας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Got a better definition? Add it!

Published