Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον τύπο που τα θέλει όλα, που θέλει και την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, που θέλει το μουνί στο πιάτο.

Βγήκε από το μέτρο του δακτυλίου, δες εκεί, ή τουλάχιστον καθιερώθηκε από αυτό. Μπορεί να υπήρχε και νωρίτερα.

Εγώ με τις ιδέες μου, κι εσείς με τα λεφτά σας
Νομίζω πως τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας
Δεν θέλω την κουβέντα σας, ούτε τη γνωριμία σας.

Νικόλας Άσιμος

"Μονά ζυγά τα θέλεις δικά σου, γιατί είναι πέτρα η καρδιά σου". (από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified