Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει, συνήθως μεταφορικά, ότι είτε κάποιος έχει κουραστεί πολύ, είτε έχει φάει πολύ ξύλο, είτε ότι όντως του / της έχουν γαμήσει τα βάρδουλα.
- Τι έγινε, πήγες προπόνηση σήμερα;
- Άσε... πήγα και μας γάμησε τα βάρδουλα ο προπονητής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!
Δες και καπέλο.
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.
Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.
Got a better definition? Add it!