Further tags

Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.

Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ

Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς και ρόμπα ξεκούμπωτη (για περισσότερη έμφαση). Όταν κάποιος ξεφτιλίζεται μπροστά σε άλλους.

Σκάσε μαλάκα, ρόμπα έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Ο πολλά βαρύς, ο άντρακλας, αγριάνθρωπος, κάποιος συχνά βίαιος.
2) Ο μεταλλάς, ο πάνκης, κλπ με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

- Ρε μαλάκα, αυτός είναι κάφρος, μου γάμησε το σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει ντίσκο μουσική.

- Την δεκαετία του '80, ή φρικιό θα ήσουν ή καρεκλάς ή σκυλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος ο οποίος το παίζει νέος και ωραίος και την πέφτει συνήθως σε μικρά κοριτσάκια (καμιά φορά και ανήλικα).

Κοίτα αυτή την γκομενάρα με το πουρό που βγαίνει. Αλλά βέβαια... αυτός έχει τα λεφτά, βλέπεις.

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(γίνομαι)

Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.

Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.

βλ. και τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που κόβει το μυαλό του.

-Ξυράφι ο Κώστας, όλα τα απάντησε στα μαθηματικά.

Got a better definition? Add it!

Published

1) Συνήθως λέμε τον καλό μαθητή που βγάζει 19 και 20.
2) Η πραγματικότερη σημασία της λέξης είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής που διαβάζει όλη τη μέρα για να φτάσει το επίπεδο του 16-17.

  1. - Πολύ φυτό είναι ο Νίκος, έβγαλε 19 και 3.
    - Όχι ρε απλώς είναι έξυπνος.

  2. Αυτή η Ιωάννα πολύ φυτό, δεν βγαίνει ποτέ, κάθεται σπίτι της και διαβάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευκολόπιστος, ο συνήθως αφελής.

- Πολύ ψάρι αυτός ο Γιάννης, του είπα ότι έχω γαμήσει την Παπαρίζου και με πίστεψε.

Δες και ψάριν στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος, ο άχρηστος.

Πάλι σκόνταψε ο ανάπηρος.

Got a better definition? Add it!

Published