Στο κοντινότερο στην κυριολεξία, ένας ομοφυλόφιλος ύπουλος, πονηρός, μνησίκακος, ίσως και μοχθηρός· σά να λέμε, καί πούστης καί κωλάνθρωπος. Λέμε και κακιά αδερφή.

Κατεπέκταση, υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον που θεωρούμε μοχθηρό και τα λοιπά, χωρίς απαραίτητα να 'ναι αδερφή.

  1. -Βαλλιανάτε, γιατί μας πρήζεις τα αχαμνά μας με τις καθαρά προσωπικές σου «υποθέσεις»;; -Γιατί πρέπει η επικράτεια να μάθει αν είσαι εκδιδόμενη ή όχι και με πόσα ευρώ τον παίρνεις;; -Και τώρα που το μάθαμε σε τι θα μας φανεί χρήσιμο;; -Και το ότι είσαι οροθετικός , δηλαδή έχεις AIDS, γιατί το ξεφούρνισες μαζί με την υποψηφιότητά σου;; Θα σε λυπηθεί το κύκλωμα και θα σου φέρουν ψηφάκια;;
    -Και ένας υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας δεν ντέπετε να λέει ότι «Δεν γνωρίζω πως κόλλησα, ούτε... με ενδιαφέρει....», δηλαδή έχεις μεταδώσει τον ιό και σε άλλους ανυποψίαστους εραστές σου και ΔΕΝ Σ'ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ !!!!
    -Και .. Βαλλιανάτε .... είσαι και μαρτυριάρης, δηλαδή είσαι κακός πούστης, γιατί στην συνέντευξη που έδωσες δήλωσες χωρίς να σε ρωτήσει κανένας, ότι η Αθήνα έχει και άλλους gay υποψήφιους κι όλος ο κόσμος τους ξέρει !!!(για να μοιραστείς τα ψηφάκια;;)

........ πολύ κακός πούστης, εξοργιστικά κακός (εδώ)

  1. Μιλώντας για τον γραμματεία της ΝΔ, Ανδρέα Παπαμιμίκο, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή τον είχε κατηγορήσει ότι δεν έχει κάνει ούτε ένα έργο στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μπουτάρης είχε «πληρωμένη» απάντηση. «Εμάς πρώτη προτεραιότητά μας ήταν η οργανωτική αναδιάρθρωση του δήμου, έτσι ώστε να λειτουργεί σωστά και όχι να κάνουμε έργα» υπογράμμισε και συμπλήρωσε, προκαλώντας… σοκ: «Εγώ είμαι κακός πούστης και θυμάμαι!». (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα σημαντικό επίρρημα της νεοελληνικής, σημαίνει ότι κάποιος κάνει/ παίζει πουστιά, ότι φέρεται με πονηριά, μπαμπέσικα, άνανδρα, ύπουλα, όχι ευθέως αλλά εμμέσως και με τσαλιμάκια. Συνήθως λέμε ότι κάποιος ξηγιέται πούστικα.

Στο 1.35

Επίσης, χρησιμοποιείται ενίοτε και στο πλαίσιο ινσέψιο, όπως "στον πούστη (φέρομαι) πούστικα", "στην πουστιά (απαντώ) πούστικα" κ.ο.κ.

Ετυμολογείται εκ του τουρκικού puşt < περσικό پشت (pošt: πίσω, πισινός).

  1. Στην πουστιά, απαντώ πούστικα.... Τέτοια είμαι. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Πούστικα υφαρπάξαμε την ψήφο των πολιτών... (Εδώ).
  3. "Μου άρεσε που ο Πρόεδρος φέρθηκε αντρίκια και οχι "πούστικα" όπως αυτοί". Ο επί δεκαετίες κοντά στον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ αγνός γαύρος παράγοντας Αντώνης Ευδαίμων, του οποίου η άποψη έχει βαρύνουσα σημασία, ζητάει από τον λαό του ΘΡΥΛΟΥ να μην μασήσει από τη λάσπη των βρωμερών σκευωρών αλλά να συσπειρωθεί δίπλα στον Βαγγέλη Μαρινάκη. (Εδώ).
  4. Όπως πάντα.. Πειραιώτικα... Παντελονάτα...Πούστικα...Μια ζωή μες την πουστιά θα είστε και μια ζωή θα σας καρφώνουμε. (Εδώ).

Στο 1.55

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified