Ετυμολογία: κουσούρι < τουρκική (kusur) < αραβική كسور (küsûr).

Κυριολεκτικά είναι το ελάττωμα, το μειονέκτημα, η αναπηρία, η κακή συνήθεια.

Στην σλαγκ, το κουσούρι, όπου δεν διευκρινίζεται, είναι η ομοφυλοφιλία.

Παλιότερα η χρήση περιοριζόταν σε ευσεβείς αλλά ψυχοπονιάρες θειές, που αν και δεν μπορούν να αντικρούσουν τον παπά της ενορίας και τις γραφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, νιώθουν μια κάποια συμπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους -ή μάλλον στις οικογένειές τους.

Ως καλές γειτόνισσες, γνωρίζουν τα άπλυτα ολάκερης της γειτονιάς, και αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια που της «έλαχε το κακό» δεν είναι χειρότερη απ' τις άλλες, δεν κουβαλάει πολλά κρίματα ώστε να τους τιμωρήσει ο θεός με τόσο σκληρό τρόπο και κάπου μέσα τους νιώθουν και μία ανακούφιση, γιατί αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί ή εγγόνι.

Για την συμπάθεια που δείχνουν, συνηγορεί και η συμπεριφορά του «καημένου του παιδιού», που δεν είναι όπως το φαντάζονταν όταν άκουγαν τους πύρινους λόγους του παπά, αλλά είναι ένα -κατά τα άλλα- φυσιολογικό παιδί.

Προφέρεται δε με χαμηλή φωνή, συνωμοτικά, και πιθανόν να συνοδεύεται από την φράση: τι φταίει κι αυτό το καημένο, έτσι τόφτιαξε ο θεός

Στην μέινστριμ σλαγκ μπήκε το 2004, όταν ο Μακαριστός Χουντόδουλος δήλωσε για την ομοφυλοφιλία: «Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα θέλει να το καλύψει. Να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί που έχουν το κουσούρι».
Του γύρισε όμως μπούμερανγκ, όταν δημοσιεύματα αφιερωμένα στην ιδιωτική του ζωή είχαν σαν τίτλο «το κουσούρι του Χριστόδουλου» πχ εδώ, και εδώ.

  1. @ιρον : άντε βρε νούμερο που θα βάλω και σικ. α στο διάλο.
    (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). τζίζους, εδώ (απ' όπου πήρα και την πάσα)

  2. Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους. Αίας, εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.

Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρομαι σαν πούστης, σαν αδερφή.

-Δεν ξέρω αν γαμάει ο Μπάμπης, πάντως πουστρίζει πολύ.
-Τι λες ρε; Έχει γκόμενα κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified