Ένα σημαντικό επίρρημα της νεοελληνικής, σημαίνει ότι κάποιος κάνει/ παίζει πουστιά, ότι φέρεται με πονηριά, μπαμπέσικα, άνανδρα, ύπουλα, όχι ευθέως αλλά εμμέσως και με τσαλιμάκια. Συνήθως λέμε ότι κάποιος ξηγιέται πούστικα.

Στο 1.35

Επίσης, χρησιμοποιείται ενίοτε και στο πλαίσιο ινσέψιο, όπως "στον πούστη (φέρομαι) πούστικα", "στην πουστιά (απαντώ) πούστικα" κ.ο.κ.

Ετυμολογείται εκ του τουρκικού puşt < περσικό پشت (pošt: πίσω, πισινός).

  1. Στην πουστιά, απαντώ πούστικα.... Τέτοια είμαι. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Πούστικα υφαρπάξαμε την ψήφο των πολιτών... (Εδώ).
  3. "Μου άρεσε που ο Πρόεδρος φέρθηκε αντρίκια και οχι "πούστικα" όπως αυτοί". Ο επί δεκαετίες κοντά στον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ αγνός γαύρος παράγοντας Αντώνης Ευδαίμων, του οποίου η άποψη έχει βαρύνουσα σημασία, ζητάει από τον λαό του ΘΡΥΛΟΥ να μην μασήσει από τη λάσπη των βρωμερών σκευωρών αλλά να συσπειρωθεί δίπλα στον Βαγγέλη Μαρινάκη. (Εδώ).
  4. Όπως πάντα.. Πειραιώτικα... Παντελονάτα...Πούστικα...Μια ζωή μες την πουστιά θα είστε και μια ζωή θα σας καρφώνουμε. (Εδώ).

Στο 1.55

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο κοντινότερο στην κυριολεξία, ένας ομοφυλόφιλος ύπουλος, πονηρός, μνησίκακος, ίσως και μοχθηρός· σά να λέμε, καί πούστης καί κωλάνθρωπος. Λέμε και κακιά αδερφή.

Κατεπέκταση, υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον που θεωρούμε μοχθηρό και τα λοιπά, χωρίς απαραίτητα να 'ναι αδερφή.

  1. -Βαλλιανάτε, γιατί μας πρήζεις τα αχαμνά μας με τις καθαρά προσωπικές σου «υποθέσεις»;; -Γιατί πρέπει η επικράτεια να μάθει αν είσαι εκδιδόμενη ή όχι και με πόσα ευρώ τον παίρνεις;; -Και τώρα που το μάθαμε σε τι θα μας φανεί χρήσιμο;; -Και το ότι είσαι οροθετικός , δηλαδή έχεις AIDS, γιατί το ξεφούρνισες μαζί με την υποψηφιότητά σου;; Θα σε λυπηθεί το κύκλωμα και θα σου φέρουν ψηφάκια;;
    -Και ένας υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας δεν ντέπετε να λέει ότι «Δεν γνωρίζω πως κόλλησα, ούτε... με ενδιαφέρει....», δηλαδή έχεις μεταδώσει τον ιό και σε άλλους ανυποψίαστους εραστές σου και ΔΕΝ Σ'ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ !!!!
    -Και .. Βαλλιανάτε .... είσαι και μαρτυριάρης, δηλαδή είσαι κακός πούστης, γιατί στην συνέντευξη που έδωσες δήλωσες χωρίς να σε ρωτήσει κανένας, ότι η Αθήνα έχει και άλλους gay υποψήφιους κι όλος ο κόσμος τους ξέρει !!!(για να μοιραστείς τα ψηφάκια;;)

........ πολύ κακός πούστης, εξοργιστικά κακός (εδώ)

  1. Μιλώντας για τον γραμματεία της ΝΔ, Ανδρέα Παπαμιμίκο, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή τον είχε κατηγορήσει ότι δεν έχει κάνει ούτε ένα έργο στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μπουτάρης είχε «πληρωμένη» απάντηση. «Εμάς πρώτη προτεραιότητά μας ήταν η οργανωτική αναδιάρθρωση του δήμου, έτσι ώστε να λειτουργεί σωστά και όχι να κάνουμε έργα» υπογράμμισε και συμπλήρωσε, προκαλώντας… σοκ: «Εγώ είμαι κακός πούστης και θυμάμαι!». (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, συνήθως σαν βρισιά, σπανιότερα και χωρίς υβριστική διάθεση. Συχνά δηλώνει νεαρό ομοφυλόφιλο με ένα κεχαριτωμένο ζενεσεκουά, αλλά γενικά διατηρεί τον μειωτικό του χαρακτήρα.

Στα κομμέ λέγεται στράκι και στα ποδανά στρακιπού. Συνώνυμα: πουστάκι, στάκι, στακιπού, πουστρίδι και ο πουστρίγκος.

  1. Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου, όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, «φούστα-μπλούζα» λέγαμε ή «ντύθηκε». Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι! Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα «ο Γέρος του Μοριά», έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε «τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;» κι εκείνη πάντα χαμογελούσε. [...] Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους «έλα να πιούμε ένα τσαγάκι». Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή. (Από το Trans-late Paola- Συναντήσεις με την Σαπφώ Νοταρά).

  2. - Πώς καψούρευες τα αγόρια Πάολα; - Ξέρεις τι πιστεύω; Δεν νομίζω πως τελικά γουστάρανε το σεξουαλικό μου φύλο αλλά το κοινωνικό μου. Τον μύθο της τρανς Πάολας. Είχα κάτι άλλο ρε παιδί μου εγώ από μικρή. Είχα έναν τσαμπουκά και μια ανεξαρτησία που τους άρεσε. Επίσης εγώ δεν ήμουν και δεν ξεκίνησα σαν πουστράκι αλλά σαν κορίτσι, σαν γυναίκα. Δεν ήμουν μίζερη και στη μέση. Ήμουν από την αρχή ξεκάθαρη και ντόμπρα. Βγήκα και είπα αυτό είμαι. Δεν το έπαιξα και έτσι και αλλιώς. Τότε υπήρχαν αυτές που θα τις βαράγανε και αυτές που θα τις γαμάγανε. Εγώ ήθελα και ήμουν από την αρχή στις δεύτερες. (Η Πάολα περί έρωτος).

  3. «Ψιτ! Ψιτ! Πουστράκι! Πουστράκι, τελειώνετε κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια» (Από το σεξιστικό παραλήρημα του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Παναγιώταρου έξω από το θέατρο Χυτήριο τον Οκτώβριο του 2012).

Προσφιλές στην ιδιόλεκτο του ραπερά Alitiz. (από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός του επιδειξία. Παλαιάς κοπής βεβαίως βεβαίως, σήμερα είναι πλέον σε αχρηστία.

  2. Επίσης μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός για τους ομοφυλόφιλους. Χρησιμοποιείται ακόμα από ομοφοβικούς και ταλιμπάν όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.

Πέον να σημειωθεί ότι τόοοτε δεν είχε και τόσο αρνητική χροιά όσο σήμερα, ήταν μάλλον μία (ψευδο)επιστημονική προσέγγιση βασισμένη στις αντιλήψεις της εποχής. Αρκεί να θυμηθούμε ότι γιατροί και επιστήμονες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία «ασθένεια» κι έψαχναν τρόπους θεραπείας, από ψυχανάλυση μέχρι ηλεκτροσόκ.

  1. Να πας να μου πάρεις δύο αβγά και 100γρ καφέ. Κάτσε να σου δώσω την αυγοθήκη να σου βάλει μέσα τα αβγά. Και πρόσεξε μην τα σπάσεις. Και να του πεις «είπε η γιαγιά μου τα αβγά να είναι φρέσκα» και τον καφέ να σου τον κόψει εκείνη την ώρα, να μην σου δώσει απ' αυτούς που έχει έτοιμους σε σακουλάκι, να του πεις «η γιαγιά μου μού είπε να είναι φρε-σκο-κομ-μέ-νος», το θυμάσαι; έτσι να του πεις! και να μετρήσεις τα ρέστα -μη σε κοροϊδέψει- δύο δραχμές να σου δώσει πίσω και ένα πενηνταράκι. Και να μην πας να κόψεις δρόμο από το πάρκο, μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος και να σου δείξει το τσουτσούνι του. Από τον δρόμο να πας, από την μέση του δρόμου, να σε βλέπω απ το παράθυρο.

  2. - Κάτσε να δούμε αυτό το έργο, για να καταλάβεις, αυτή η ξανθιά, όταν ήταν μικρή την βίασαν και μετά έγινε ανώμαλη και αγαπάει αυτήν, που είναι αρραβωνιασμένη με ...
    - Τι ανώμαλη ρε θειά! λεσβία είναι!
    - Οχι-όχι! είναι καλό κορίτσι, αν δεν την βίαζε εκείνο το κάθαρμα δεν θα γινόταν ανώμαλη.
    - Χαϊντάααα!

Ε μα πχια! (από Khan, 09/05/13)(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.

Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.

Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...είναι ο πούστης αλλά σε υπερθετικό βαθμό.

Καλά, μιλάμε για τρελή πουστάρα.

(από Galadriel, 01/01/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα που περιγράφουν και τους υπόλοιπους βαθμούς πουστάκι, το, πουστανελάς, ο, πουσταρέλι, πούσταρχος, ο, πουστέρι, λούγκρα, πουστόμωρο, το, πουστρίγκος, πουστρίτσα, η, πουστρόνι, πουστρόνιο, πουστρώνι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified