Συνώνυμο με το σαλαμάκι - το *σκονάκι *είναι η Σαλονικιά βερσιόν.
Κάποια εποχή, προσφιλής ενασχόληση της μαθητιώσας νεολαίας της προεφηβικής ηλικίας - βασικά, των αγοριών - στα διαλείμματα, μετά το σχόλασμα κλπ. Όπως ακριβώς λέει ο Vrastaman πρόκειται για ξώφαλτση σφαλιάρα στον κώλο ανυποψίαστου συμμαθητού με την ανάστροφη του χεριού και με φορά από πάνω προς τα κάτω, είτε κατακόρυφα είτε λίγο λοξά. Για να πετύχει το σκονάκι - δηλαδή, να τσούξει - είχε καίρια σημασία το χέρι να τιναχτεί και ίσα ισα νάρθει σε επαφή με τον στόχο, είτε με τα νύχια είτε ελάχιστα με τις αρθρώσεις των δαχτύλων. Βοηθούσε και αν το παντελόνι του θύματος ήταν από ύφασμα λεπτό.
Η προέλευση του όρου είναι ασαφής αλλά ίσως να παραπέμπει στην κίνηση με την οποίαν τινάζουμε λίγη σκόνη που έχει κάτσει επάνω μας.
Τα σκονάκια, τεκμηριωμένα, έπαιρναν κι έδιναν στα σχολεία της Θεσσαλονίκης από τις αρχές της δεκαετίας του '60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 - ίσως το εύρος της περιόδου να είναι λίγο μεγαλύτερο, αν κάποιος ξέρει κάτι ας το καταθέσει. Η συγκεκριμένη πλακίτσα ατόνησε βαθμιαία για έναν λόγο πολύ πεζό και προφανή: την διάδοση του τζην παντελονιού. Ειδικά σε κάτι καραβόπανα τυπου Lee και Wrangler το σκονάκι δεν έπιανε με τίποτε κι αντί να τσούξει το κωλαράκι πονούσε το χεράκι.
- Όχι, ρε μαλάκα ... τι κωλαράκι έχει ο Άγης, ρε παιδάκι μου ... τουρλωτό. τροφαντό ... δεν αντέχω, πάω να του ρίξω σκονάκι ...
- Ανδρέα, είσαι σαράντα χρονών με διδακτορικό και δυο παιδιά ... το δεύτερο από τα οποία σε ένα λεπτό ο Άγης θα βάλει στην κολυμπήθρα ... σκονάκι στην εκκλησία, σε ώρα βάφτισης. δεν παίζει ... σύνελθε, Αντρέα ... Αντρέα, είπα ...