Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.
Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!
Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.
Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!
Got a better definition? Add it!
Νταλάκι είναι είδος ερπετού και νταλάκας είναι αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά, αυτός που νταλακιάζει. Η προέλευση δεν είναι σαφής. Μπορεί να αναφέρεται στην επίδραση δηλητηρίου του ερπετού ή στην εικόνα ερπετού, που βαρυστομαχιάζει ύστερα από την κατανάλωση άλλου ζώου, ή σε κοιλιά σαν βάτραχου.
Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.
Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.
Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».
Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!
Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified