Ο πολύ ογκώδης, εύσωμος, πληθωρικός, ο ντουλάπας, αλλά περισσότερο με την έννοια του πολύ χοντρού. Ο όρος ήταν και παρατσούκλι - σήμα κατατεθέν του πολιτικού Μιλτιάδη Έβερτ, που έχει μείνει γνωστός για τον πολιτικό του πληθωρισμό και την αγάπη του στις μακαρονάδες.

Συνώνυμο: «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;» (από διαφημιστικό σποτ με τον Γιάννη Μπέζο)

  1. Θα μας αφήσουν να μπούμε στο κλαμπ με τέτοια ρούχα αυτοί οι μπουλντόζες;

  2. (Από «Ριζοσπάστη», το 1998).
    Οδοστρωτήρας και μπουλντόζα.
    Καθόλου ικανοποιημένος δεν είναι από τους ρυθμούς επιβολής αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση Σημίτη ο Μ. Εβερτ. «Σκληρά μέτρα; Πού τα είδατε;», αναρωτήθηκε δήθεν αφελώς στη χθεσινή συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για το τι εννοεί, έσπευσε να αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις όχι μόνο δεν έδωσε λύσεις, αλλά τις έκανε «πιο ανελαστικές απ' ό,τι στο παρελθόν» (!). Ας μην ανησυχεί τόσο. Η κυβέρνηση Σημίτη γνωρίζει πολύ καλά, ότι μπορεί να υπολογίζει πως δίπλα στο δικό της οδοστρωτήρα ισοπέδωσης των λαϊκών κατακτήσεων, βρίσκεται η μπουλντόζα του Εβερτ.

(από Hank, 11/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τεφλόν, τεφλών

Αυτός που καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος από δυσκολίες και κρίσεις. Που πάνω του δεν κολλάει λάθος ή παρανομία, όπως τίποτα δεν κολλάει πάνω στο υλικό τεφλόν.
Κλασική, παλιούτσικη μεταφορά. Λέγεται πολύ συχνά (διεθνώς) για πολιτικούς.

Teflon is a nickname given to persons, particularly in politics, to whom criticism does not seem to stick. The term comes from Teflon, the brand name by DuPont of a "non-stick" chemical used on cookware. wikipedia

Τεφλόν, νέο ποιητικό σκεύοςείναι και περιοδικό για την ποίηση
Σημείωση: Γινεται και λογοπαίγνιο "η ώρα των τεφλών" (5ο παράδειγμα).

  1. Με… το «τεφλόν», το χημικό αδρανές που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο, παρομοιάζει το περιοδικό «Time» για τον Αλέξη Τσίπρα σχολιάζοντας την απόφασή του να παραιτηθεί. (εδώ)
    TIME: Teflon Tsipras
  2. Σύνμτροφε εγώ ειμαι τεφλόν δεν κολλάει η λάσπη από τα νεοφιλελέυθερα φυντάνια της πουά αντίδρασης!

  3. Όλα τα «παρατσούκλια» των ηγετών: Σέξι ο Αλέξης, τεφλόν ο Ρούτε της Ολλανδίας, μανούλα η Μέρκελ (εδώ)

  4. Η κουράδα τεφλόν: Κουράδα τόσο καθαρή που δε χρειάζεσαι καν χαρτί για να σκουπιστείς.(slang.gr)

  5. Ήρθε η ώρα των... "τεφλών"! Έτσι, οι Τεφλόν ενώνουν τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν απόψε υλικό κυρίως από... http://fb.me/2BYo8O5VS (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified