Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ασχολείται με τη λεπτομερή εξέταση των οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού (συκώτι, στομάχι, πάγκρεας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις), θέματα που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της ανατομίας. Ας δούμε όμως για τι θέμα συζητάμε.

Μιλάμε για κάποιαν που είναι απ' τα κόκαλα βγαλμένη, για κάποιαν σαρακοστιανό, για κάποιον τσίρο, για κάποιον που 'χει μείνει πετσί και κόκκαλο. Είναι τόσο αδύνατο το άτομο, ώστε μπορούν και καλά να διακρίνονται πεντακάθαρα τόσο τα ζωτικά του όργανα και τα επιμέρους τμήματά τους, τα οστά του, κλπ.

Μ' άλλα λόγια ο τύπος είναι τόσο αδύνατος, ώστε όχι μόνο μπορείς να δεις π.χ να διαγράφονται τα όργανά του, αλλά είσαι και σε θέση να μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις ως ζωντανό πρόπλασμα ανατομικής μελέτης... λες και είσαι φοιτητής ιατρικής σε κάποιο πανεπιστήμιο (π.χ: του Πούτσεστερ)... Λέμε τώρα!

- Εχεις δει τη Μαρία τελευταία;
- Μπα όχι. Γιατί το λες;
- Πλακώθηκε σε κάτι δίαιτες και έχασε... τα κιλά. Άσ' τα... Κάνεις ανατομία πάνω της.
- Ωχ! Δεν κάνει καμιά φανουρόπιτα να βρει μερικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ αδύνατο και κοκαλιάρικο άτομο. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία και σε αποχή από το φαγητό. Σχετίζεται δηλαδή, με καταστάσεις που παραπέμπουν σε τέτοιους σωματότυπους. (βλ.παράδειγμα 1).

Σχετικά λήμματα: σαμαροποαϊδα, λίγκρος, απ' τα κόκαλα βγαλμένη, τσίρος.

  1. Αναφορά σε κάποιο άτομο, που γενικά ή συγκυριακά έχει κόψει τις επικοινωνίες με τις κάτω χώρες, λόγω εργασιακών συνθηκών, πάρσιμου πινακίδων κλπ. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία - αποχή από το σεξ. (βλ.παράδειγμα 2).

  2. Αναφορά σε κάποιο νηστίσιμο άτομο (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμη έκφραση (και για τις τρεις αναφερόμενες περιπτώσεις): Τη βγάζω σαρακοστιανά.

  1. - Πώς είναι έτσι η νέα φιλενάδα του Πέτρου;
    - Πώς είναι δηλαδή;
    - Εντελώς σαρακοστιανή μωρ' αδελφάκι μου. Σκέτη ακτινογραφία.

  2. - Ρε Πέτρο πολύ σαρακοστιανός έχεις γίνει τελευταία. Θα σε βαρέσει η αγαμία στο κεφάλι. Και στην κανονική νηστεία, ακόμα επιτρέπεται ανά περιόδους η κατάλυση ιχθύος
    - Δηλαδή;
    - Τι δηλαδή; Βούτα τον κολιό στο ξύδι μωρ' αδερφάκι μου.

  3. - Καλά... πολύ σαρακοστιανή η φιλενάδα του Μάριου.
    - Ναι ρε φίλε. Σωστή φάλαινα όρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το ποίημα: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» που γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο, ποίημα του οποίου οι 24 πρώτες στροφές επί συνόλου 158, καθιερώθηκαν το 1865 ως εθνικός ύμνος.

Η φράση αυτή αποτελεί την αρχή της δεύτερης στροφής και αναφέρεται στην Ελευθερία. Υποδηλώνει την ανάγκη της επένδυσης σε αίμα ομάδος Ε (βλ. φωτογραφία Παπαφλέσσα) προκειμένου να αποκτηθεί η Ελευθερία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λέγοντας τη συγκεκριμένη φράση δανειζόμαστε τη φράση από τον εθνικό ύμνο προκειμένου να κάνουμε ειρωνική αναφορά σε κοκαλιάρα, σε υπερβολικά αδύνατη γυναίκα, σε σαμαροπαΐδα, σε γυναίκα που είναι έτοιμη να πετάξει και να αναληφθεί στον ουρανό.
Πολλές μοντέλες, χωρίς να το καταλάβουν καταντούν έτσι και στο τέλος παθαίνουν νευρική ανορεξία.

- Ρε εσύ είδα τη Βάσω. Τα 'παιξα μιλάμε.
- Την είδες, ε; Την είδα κι εγώ. Πώς σου φάνηκε;
- Απ' τα κόκαλα βγαλμένη... Ήταν που ήταν αδύνατη, τώρα το παράχεσε με τη δίαιτα και έγινε αγνώριστη.
- Θα την πάρει ο άνεμος, αν δεν την έχει αρπάξει κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτόν τον τρόπο αποκαλείται κοροϊδευτικά: η κοκαλιάρα, η σκελετωμένη, μια γυναίκα που ο δείκτης μάζας της είναι teenager (13-19) και κατ' ευρύτερη έννοια, η υπερβολικά αδύνατη.

Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και ως τσίρο ή τσιροπούλι.

Ο όρος προέρχεται από τη σαμαροπαΐδα του σαμαριού. Οι σαμαροπαΐδες (βλ. φωτογραφία), είναι ξύλινες μικρές σανίδες που τοποθετούνται στην εξωτερική επιφάνεια του σαμαριού και ως εκ τούτου, διακρίνονται. Υπάρχουν τρεις στην αριστερή, άλλες τρεις στη δεξιά πλευρά και δύο στην πάνω πλευρά του σαμαριού. Αυτές συνδέουν το πίσω με το μπρος τοξοειδές στέλεχος του σαμαριού και αποτελούν το σκελετό του σαμαριού. Αποτελούν δηλαδή το βασικό πλαίσιο στήριξης του σαμαριού και λόγω αυτού του ρόλου τους, παρομοιάζονται με τα οστά του ανθρώπινου σκελετού που αποτελούν το πλαίσιο στήριξης του ανθρώπινου σώματος.

- Που λες ο Νώντας, τα 'χει μπλέξει με μια σαμαροπαΐδα, άλλο να σου λέω κι άλλο να τη βλέπεις. Μιλάμε... κάνεις ανατομία πάνω της. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη, που λέει κι ο ποιητής.
- Ε... ε... ε... είναι βιτσιόζο το άτομο. Μα να θέλει να κάνει σεξ με κόκαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος, ο κοκκαλιάρης, ο σκελετωμένος. Έχει ασκητική μορφή.

- Πώς είσαι ετσι βρε; - Πώς είμαι δηλάδή;
- Λίγκρος. Πετσί και κόκκαλο κατάντησες βρε καημένε. Φάε λίγο. Θες να σε πάρουν τα σκυλιά στο κατόπι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ισχνός, όπως το ψάρι τσίρος, άνθρωπος. Λέγεται και τσιροπούλι.

Πφ! δεν μ' αρέσει ο τσίρος! χάθηκε νάχει λίγη κοιλίτσα;

Κωνσταντίνος Τσίρος (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified