Άλλος τρόπος για να πεις ότι «είμαι τζαμπατζής και προτιμώ να κλέβω ίντερνετ από το γείτονα παρά να δίνω 17 ευρώ το μήνα». Και ίσως, για όποιον θίχτηκε, «που να τρέχω να κάνω συνδέσεις μωρέ, καλό είναι και το γειτόνεξ». Η σύνδεση γειτόνεξ είναι η τεχνολογική εξέλιξη της τράκας, του τζαμπέισον και του δαιμόνιου οικονομικού μυαλού.

Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας γείτονας που επιλέγει το ασύρματο ρούτερ γιατί είναι πιο μούρικο και γιατί υπάρχει προοπτική αγοράς μιας συσκευής που μπαίνει ασύρματα στο ιντερνέτ. Από εκεί και πέρα μπορείτε να συνδεθείτε είτε αυτόματα χωρίς να κάνετε τίποτα, είτε με τον κωδικό «1234567890123», είτε με την ημερομηνία γέννησης του γείτονα αν τα πράγματα δυσκολέψουν και έχετε δίπλα άτομο στο οποίο θέλετε να περάσετε την εικόνα του χακερά.

Από τις λέξεις «γείτονας» συν «κόννεξ» μείον τον οτεγιάννη συν τα ψαχτήρια του 11888 (η παρένθεση για την πράξη ανοίγει ακριβώς μετά το μείον και κλείνει ακριβώς μετά το τρίτο 8άρι για να βγουν καλά τα πρόσημα).

- Τί σύνδεση έχεις ρε φιλαράκι και αργεί τόσο το εργαλείο ναούμ';
- Γειτόνεξ ρε τζάμπα αλλά αργό, δεν τα έχουμε κι όλα δικά μας, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ!
- Τί σαπούνια και κοντίσιονερ ρε;
- Δεν το κατάλαβες; Αφού δεν έλεγε αυτοαναφορικά ρε γαμώτο...
- Σε βάρεσε η ακτινοβολία κατακέφαλα μου φαίνεται.

(από nick, 20/05/09)(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γείτονετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το post-it.
Μέσα στην φιλολογία για post-rock, post-punk, post-jazz και γενικά post-οτιδήποτε, υπάρχουν και ορολογίες, όπως μετα-μοντέρνο, που έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Στα πλαίσια της λογικής ότι πλέον οποιοδήποτε ρεύμα προσδιορίζεται είτε από αυτό που αντικαθιστά, είτε με το σημείο τομής που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην εν λόγω τέχνη, έχει προταθεί και ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας φαντασίας σε δύο περιόδους. Η πρώτη προηγείται του The It του Stephen King και αποκαλείται λογοτεχνία φαντασίας, και η δεύτερη έπεται αυτού και ονομάζεται post-it. Ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, ειρωνευόμενος τον συρφετό των μετα-ό,τινάναι, χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του ανεγνωρισμένου αυτού φιλολογικού όρου για να αποδώσει την εμπορική ονομασία ενός ευτελούς, πλην χρήσιμου, προϊόντος από την βαρβαρικήν εις την ελληνικήν.

Κόλλα ένα μετα-αυτό στο ψυγείο γιατί θα το ξεχάσω, και δεν αντέχω την κρεβατομουρμούρα μετά.

βλ. και στίχλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη εξελληνισμένη εκδοχή της σέλφι (άκα αυτοφωτογραφίας).

Η σέλφικη υπονοεί το ουσιαστικό «φωτογραφία» και ως added bonus έχει και πληθυντικό (σέλφικες ή, για τους ναζί τση γραμματικής, σελφικές).

1.
Το άκουσα κι ως σέλφικες φωτό.

2.
- Ελάτε, παιδιά, μαζευτείτε προς τα εδώ, να βγάλουμε σέλφικες.
- Στη νεανική αργκό. Γιατί σε πιο λόγιες διατυπώσεις θα λέμε μια σελφική, μερικές σελφικές.

3.
Αυτή η δεύτερη, πάντως, μάλλον σαν υποβοηθούμενη σέλφικια μοιάζει. Δεν παρουσιάζει τη γνωστή παραμόρφωση των σέλφικων. Άγνωστο γιατί είναι συνοφρυωμένη η Όλγα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλεκτρική οικιακή συσκευή που φτιάχνει κρύο στιγμιαίο καφέ, τον γνωστό φραπέ.

Φραπέ = γαλλικό δάνειο από την μετοχή παρακειμένου frappe' του ρήματος frapper, χαρακτηριστική ονομασία που έχει δώσει γάλλικη εταιρία στην κρύα μορφή του πασίγνωστου στιγμιαίου καφέ που παράγει και εξάγει σε όλο τον κόσμο.

Φραπεδάιζερ < φραπέ, εξελληνισμένος φραπές/φραπεδιά/φραπόγαλο (με μεγάλη περιεκτικότητα σε γάλα)

Παλιότερη γενικευμένη λέξη αναφερόμενη σε μηχάνημα γενικής χρήσης για ανάδευση και άλλων πόσιμων ή βρώσιμων ουσιών: μίξερ (δάνειο από το αγγλικό mixer)

- Ρε κοπέλα μου, περιμένω τόση ώρα το φραπέ. Πότε λες να το φέρεις;
- Σόρρυ, ρε μωρό μου, χάλασε το φραπεδάιζερ και τον έφτιαξα στο χέρι.

Κι αυτό φραπεδάιζερ είναι... (από Khan, 25/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified