Αναφέρεται στον ποδοσφαιριστή ο οποίος ασχολείται περισσότερο με την εξωτερική του εμφάνιση παρά με την μπάλα.

- Κώστα που ήσουνα ο αγώνας έχει αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά.
- Είχα πάει στον Τρύφωνα να μου κάνει το μαλλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified