Αμφίψωλο σημαίνει στην καθαρεύουσα το γνωστό σάντουιτς.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα, έκφυλη σφόδρα! Τελικά το βράδυ την αμφιψωλιάσαμε!

(από Khan, 16/07/14)Όταν οι άλλοι τρώγανε βαλανίδια αντί για αμφίψωμον, εμείς οι Έλληνες είχαμε εφεύρει το αμφίψωλον. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified