Τα τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί τα ερμηνεύουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές στον νότιο πόλο.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλόσημο.

- Κάθε ξεκωλτέ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει και την αντίστοιχη ξεκολοτυπία!

Ξεκωλοτυπία (από Vrastaman, 06/07/08)(από Vrastaman, 23/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).

Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη! - Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!

2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο: Χαρακτηρίζει μια πολύ κοντή φουστίτσα ή ένα ιδιαίτερα χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει το μέρος του σώματος ανάμεσα στον μηρό και στο υπογάστριο.

Ουσιαστικό: Πρόκειται για το πιπινοειδές ον που φέρει το ως άνω ένδυμα.

- Και τώρα μια αποκλειστική είδηση του STAR: αδυνατεί η τροχαία να εξηγήσει την μυστήρια αύξηση ατυχημάτων που παρατηρούνται ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:

  1. Οι λόγω ηλικίας ή οργανικής αιτίας [I]ξερομούνες[/i]

Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.

  1. Οι εκ πεποιθήσεως [I]παστομούνες[/i]

Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.

Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.

Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!

Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!

Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!

Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το γένος φθείρας pthirus pubis η κοινή μουνόψειρα το οποίο ευδοκιμεί και αναπτύσσεται στο τρίχωμα της ήβης. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, ή από επαφή με μολυσμένα κλανοσκεπάσματα ή ρούχα.

Η καβουρογαμόψειρα οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα που φέρει σε μικροσκοπικό κάβουρα. Αγγλιστί: crab louse.

Στην σλανγκική, καβουρογαμόψειρες επίσης αποκαλούνται οι πάσης φύσεως ενοχλητικές κολλιτσίδες, κυρίως εάν πρόκειται για πρώην γκόμενες που δύσκολα ξεφορτώνεσαι.

- Προδοσία λεβέντες! Έπεσα σε μια μουνοπαγίδα γιομάτη καβουρογαμόψειρες!

Καβουρογαμόψειρα η ηβική (από Vrastaman, 12/11/08)Εμείς στην Αμερική... (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.

- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified