Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.

- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;

- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!

Όλα καλά! (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία το τασάκι έχει γεμίσει ασφυκτικά από κάθε μάρκας γόπες και αρχίζει να ξεχειλίζει. Δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο αλλά από την εμπειρία αποδεικνύεται πως ο μέσος όρος ύψους που φτάνει η εν λόγω πίτα είναι τα 4,5 εκ. πάνω από την επιφάνεια του τασακίου. Φυσικά το παγκόσμιο ρεκόρ είναι πολύ πιο πάνω, αλλά εδώ μιλάμε για καταστάσεις νορμάλ και όχι πτυχιούχων αρχιτεκτόνων - μηχανικών που κάνουν μελέτες για το πώς θα τοποθετήσουν τις γόπες ώστε να επιτύχουν το μέγιστο ύψος. Παραδόξως, το ρεκόρ κατέχει η λατρευτή Λιάνα Κανέλλη που δεν έχει πτυχίο Πολυτεχνείου. Η τσιγαρόπιτα-Κιλιμάντζαρο της δωρίστηκε στην Τ.Ο. ΚΚΕ του Δήμου Σταυρούπολης ως έργο τέχνης με την ονομασία: «Είτε έχει ήλιο είτε όχι, τα τηλεοπτικά παράθυρα μένουν ανοιχτά (Η ένταση της φωνής ως υποκατάσταση λογικών επιχειρημάτων)»

Μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και ως απάντηση σε ερώτηση Να σας φέρω κάτι; ή να χρησιμοποιηθεί ως αντικατάσταση οποιουδήποτε είδους φαγητού. Εκλεκτό έδεσμα πάσης φύσεως θεριακλήδων, φαντάρων που υπηρετούν σε φυλάκια περιοχών που δεν φυτρώνουν ούτε αυτοί που δεν τους σπέρνουν, φοιτητών που κάνουν τις εργασίες τους μισή ώρα πριν την παρουσίαση και του χαρακτήρα που ενσάρκωσε ο Σάμιουελ ΕΛ Τζάκσον στο πρώτο Τζουράσικ Παρκ. Η συνταγή της όσο και η παρασκευή της είναι τόσο απλές ώστε αποτελεί την πρώτη επιλογή όλων των παραπάνω ευαίσθητων ομάδων.

- Άσε φίλε, με μια τσιγαρόπιτα-μάρλμπορο είμαι από το πρωί. Καλή είναι, αλλά δε με κρατάει και πολύ, τώρα με κόβει λόρδα απίστευτη. Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;
- Μπα, εγώ είμαι χορτάτος. Τσίμπησα μια πίπα-γύρο από τα χεράκια της Ελένης μου, άλλο πράμα!
- Όντως, είναι πολύ χορταστική και θρεπτική η άτιμη!
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε πιτσιρίκο;
- Ε, να μωρέ, φαίνεται από το ότι είσαι δυνατός σαν... τράγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.

Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.

  1. Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;

  2. - Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
    - Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.

KAVLI dick-cheese spread - το φέρνει και ο Βασιλόπουλος (από Vrastaman, 19/01/09)Φέτα is sexy και δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε :-P (από Galadriel, 22/03/09)

Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ναι μεν δεν απαντάται στον γούγλη αλλά λέγεται αρκετά. Περιγράφει ένα ακαθόριστο χρώμα που θυμίζει μουστάρδα με στοιχεία κουτσουλιάς περιστεριού. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε ωραίο, ούτε καν σε πλακάτο χρώμα.

Πάλι θα φορέσεις αυτό το μουσταρδοκοτσιλί σακκάκι; Έλεορ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified