Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης.

Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.

Η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά.
Βλέπε ειδικότερα και περιοδικό τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σταυρόλεξο που μας κρατάει παρέα κατά τη διάρκεια της αφόδευσης.

ρήμα: χεζολύνω (λύνω χεζόλεξο)

«Μονάρχης της Ουγκάντα», φώναξε ο Κώστας από την τουαλέτα.

«Αμιν Νταντά», του απάντησα. Πάλι είχε πλακωθει στο χεζόλεξο και άντε να τον βγάλεις από 'κει.

Βλ. και χεστικό, χεσύντροφα, έντυπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαγητό που αηδιάζει και μόνο σαν σκέψη.

- Τι έχει για φαγητό; Ελπίζω να μην έφτιαξε πάλι καμιά κωλοτρυπιδόσουπα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.

- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι βρωμερές κλινάμαξες του ΟΣΕ (Ούτε Σιδηροδρόμους Έχουμε) με τα έξι κρεβάτια σε ένα χώρο 1X1m όπου στοιβάζονται ρωσοπόντιοι, φοιτητές, γύφτοι, φαντάροι, αλβανοί και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς για να ταξιδεύσουν βραδινές κυρίως ώρες από Αθήνα-Θεσσαλονίκη... Από το πολύ κλάσιμο (κλάνω...) που έπεφτε εκεί μέσα, τη ζέστη που έκανε λόγω του χαλασμένου εξαερισμού των βαγονιών και την ποδαρίλα, έπρεπε να ήσουν εφοδιασμένος με ειδική στολή ραδιοβιοχημικού πολέμου προκειμένου να βγεις ζωντανός. Ανώνυμες δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε χρησιμοποιήσει τις κλανάμαξες στην προσπάθειά του να αναπτύξει όπλα μαζικής καταστροφής. Οι κλανάμαξες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την προηγούμενη δεκαετία και όλοι όσοι τις χρησιμοποίησαν θυμούνται με νοσταλγία τις ωραίες ευωδιαστές ώρες που πέρασαν σε αυτές και τους τόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισαν κατά τη διάρκεια των πολύωρων ταξιδιών τους (τη δεκαετία του 90 ο μέσος χρόνος Αθήνα-Θεσσαλονίκη κάποιες φορές ξεπέρναγε τις 12 ώρες).

- Ρε μαλάκα Τάκη πάλι με κλανάμαξα θα ταξιδεύσουμε για Θεσσαλονίκη;
- Και τι θες να κάνουμε ρε Γιώργο, με 20 ευρώ τι περιμένεις να νοικιάσουμε, κάνα αεροσκάφος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρακτηριστικό χνουδάκι που αφήνουν σημάδι στον ομφαλό τα εσώρουχα και μας ενημερώνει πως το μπλουζάκι, ή το κασκορσεδάκι για τους μερακλήδες, ήταν μάλλινο. Αν φανταστήκατε κάτι σε «Minerva Was Here» είστε μέσα. Ανήκει στην κατηγορία από βρωμιές που όλοι μας βλέπουμε ότι υπάρχουν αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε μιας και νομίζουμε πως μόνο σε εμάς συμβαίνει. Έτσι η φυσιολογική ηλικία που κανείς μαθαίνει την (διαβάστε αν είστε τύποι «Αν έχω εγώ να έχουν όλοι») ανακουφιστική/ (διαβάστε αν είστε τύποι «Καλύτερα κανένας παρά όλοι») πικρή, αλήθεια είναι στην πρώτη μεγάλη σχολική εκδρομή του. Για την ιστορία, οι υπόλοιπες βρωμιές αυτής της κατηγορίας είναι, και μη περιοριστικά, τα ταρζανίδια, το περιστασιακό σουσαμάκι στα αρχίδια, το χλίπι χλίπι στα δάχτυλα των ποδιώνε και το ξεραμένο σάλιο γύρω από τα χείλη που ασυναίσθητα μασουλάμε αγουροξυπνημένοι.

Ο ομφάλιος βρώμος λοιπόν δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Ίσα ίσα. Αναδεικνύει την περιοχή των κοιλιακών, μιας και τα βλέμματα στρέφονται απευθείας εκεί. Σας χαρίζει 2 λεπτά απόλυτης ηρεμίας αφού όταν τον βγάλουμε από τη θέση του τον κοιτάμε αποσβολωμένοι με εντελώς κενό μυαλό και τέλος αποτελεί απόδειξη πως φοράτε βαμβακερά εσώρουχα, δείγμα γνώσης της ποιότητας.

Επειδή πολύ συχνά θεωρείται εξαιρετικά ντεκαβλέ καλό θα ήταν να παραθέσετε το λινκ για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος ότι συμβαίνει σε όλους και είναι υγεία! Άρα δικαιολογίες «Θεέ μου, τι είναι αυτό; Ξενέρωσα τελείως...» ισοδυναμούν με την αντίστοιχη «Έχω πονοκέφαλο». Δηλαδή είναι τελείως αβάσιμες.

(Σε δωμάτιο σε πενθήμερη, αφού έχουν φύγει οι καπνοί από τα τσιγάρα ο Γιώργος αλλάζει)

- Πω ρε φίλε, τι είναι αυτό εκεί;
- Ε τι να κάνω ρε. Ό,τι εσώρουχο και να δοκίμασα μου αφήνει το χνούδι...
- Ποιο χνούδι ρε φίλε! Ομφάλιος βρώμος είναι! Κοίτα έχω και 'γω!
- Πω ρε δικέ μου δεν το πιστεύω! Νόμιζα μόνο σε εμένα συνέβαινε! Για κατέβασε παντελόνι, σκύψε και άνοιξε πόδια να δω και κάτι άλλο.
- Γιωργάκη, ένα τη φορά...

Ομφάλιος βρώμος (από Vrastaman, 15/11/08)(από xalikoutis, 15/11/08)βρωμοκολος... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα κάθε λογής έντυπα που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις «ώρες» της «ενεργητικής» μας συνεισφοράς στην παραγωγική διαδικασία.

-Pε παπάροβιτς, θα μου δώσεις τα «κόκκινα αυτιά» του reiser που έχεις στην τουαλέτα;
-Mπαά... δεν το αποχωρητίζομαι...

(από Vrastaman, 25/01/09)

βλ. και χεστικό, περιοδικό τουαλέτας, χεζόλεξο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμπακτος ψηφιακός δίσκος..

Ο εφευρέτης δεν πρόλαβε να κατοχυρώσει την πατέντα του δισκιλίου, όντας ο ίδιος τσιρλίντερ, έτσι αυτή πέρασε σε άλλα χέρια.

Έκτοτε γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία σαν μέσο καταγραφής και αναπαραγωγής ντοκουμέντων εικόνας, ήχου, δεδομένων και ό,τι άλλων σκατών μπορεί να περιέχει.

Σαν ελάχιστο «φόρο τιμής» σε αυτόν που το ανακάλυψε, ίσως και γιατί μοιάζει με μικρό δίσκο ή απλά για να τον ειρωνευτούν - που δεν πρόλαβε να χεστεί και στο τάληρο - το ονομάζουν δισκίλιο (εκτός από cd, dvd κ.τ.λ.).

-Βάλε λίγο αυτό το δισκίλιο να δούμε τι έχει...
-Χέσε μας μωρέ τώρα..

Σχετικό: δωδ, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified