Το κολπικό υπόθετο.
- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!

Το κολπικό υπόθετο.
- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!

Got a better definition? Add it!
Είναι μια παράγωγη λέξη από τον προσφιλή, σε όλους μας, χαρακτηρισμό των αντιπαθεστάτων ατόμων, δηλαδή το αρχίδι, αλλά με αυξημένη προσβλητική δράση, καθότι περιέχει κι ένα συνθετικό, το οποίο βρίσκεται επίσης κάτωθεν της οσφυϊκής χώρας.
Αντί να ταυτίζουμε δηλαδή κάποιον με τον έναν εκ των γενετησίων αδένων, του φορτώνουμε κι ένα κωλο- μπροστά και τον κατατροπώνουμε ... ή του κλάνουμε και τους δυο.
Μάλλον προέρχεται από την ιατρική ορολογία, γιατί υπάρχει ασθένεια (ελεφαντισμός), όπου τα αρχίδια διογκώνονται σε σημείο να κρέμονται κάτω από τους γλουτούς και να φαίνονται έτσι σαν ένας δεύτερος κώλος, ή να αγγίζουνε τον κώλο.
- Καλά ρε συ... σου κανε τέτοιο πράγμα;
- Αφού είναι κωλάρχιδο, τά 'παμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικού νεολογισμού mooncup.
Όπου mooncup® είναι η οικολογική και οικονομική εναλλακτική λύση στα ταμπόν, τις σερβιέτες και τα πάσης φύσεως μουνόπανα. Είναι ακριβώς μια μικρή κούπα - γύρω στα 5 εκ. - η οποία μπαίνει στον κόλπο και συλλέγει το αίμα της περιόδου. Γεμίζει, - κάθε 4 με 8 ώρες - το βγάζεις, το αδειάζεις, το ξεπλένεις και το ξαναφοράς και ούτω καθεξής.
Κυκλοφορεί σε δύο μεγέθη.
Η μουνόκουπα δεν διατίθεται στα καταστήματα στην Ελλάδα, μόνο με ταχυδρομική παραγγελία - περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικές οδηγίες χρήσης σε αυτή την ιστοσελίδα
Νταξ, το ξέρω ότι αυτός /-ή που εμπνεύσθηκε την ονομασία του προϊόντος, στο φεγγάρι ήθελε να την πάει τη δουλειά και ο όρος μουνόκουπα δεν παραπέμπει ακριβώς εκεί - αλλά, καλά, δεν ήξερε, δε ρώταγε;
- Μωρό μου, εσύ ... πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω ...
- Έλα, μαλάκα, έλα ... να σου βγάλω γούστα ... έχω και περίοδο, έχω και μουνόκουπα ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.
Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.
Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).
Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).
- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.
βλ. και ξεροχύνω
Got a better definition? Add it!
Ανεπαίσθητη πορδή μικρού μεγέθους συνήθως αμοληθείσα εν ομοβροντία και υπούλως παραμένουσα στους θύλακες του πρωκτού.
Αντιληπτή όταν ο δράστης καθίσει και λόγω πίεσης ακούγεται. Το μοναδικό είδος κλανιάς που ακούγεται, όχι την στιγμή της απελευθέρωσης, αλλά σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.
Άσε ρεζίλι έγινα. Με κάλεσε σπίτι της η γκόμενα και στο ασανσέρ έριξα μία βρώμικη. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι όμως, είχε μείνει ένα υποκλανίδιο και ακούστηκε σαν μεντεσές σκουριασμένος.
Βλ. και κλανιά, κομπολογάτη, ψηφιδωτή κλανιά, βροντόφωνος η άοσμος, συρρίζουσα η βρομούσα, υπόκωφος η αναισθησιογόνος
Got a better definition? Add it!
Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.
Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...
Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.
Got a better definition? Add it!
Εσώρουχο ανδρικό παλαιάς κοπής και σχεδίου, πρωτίστως σλιπάκι υπόλευκο λόγω μακροχρόνιας χρήσης.
Το εν λόγω εσώρουχο έχει την εξής ιδιότητα: Είτε απορροφάει τις δυσάρεστες οσμές από διασπορά κλανοβολισμών είτε αντιστέκεται σθεναρά στην φθορά που αναπόδραστα προκαλεί ο πυροβολισμός από τόσο κοντινή απόσταση σε ένα ταπεινό βαμβακερό ύφασμα.
Το αλεξίκλανο βρακί, έπειτα από μαγευτικές νύχτες με φασολάδα και λοιπά πορδογενή φαγητα, παρουσιάζει φαινόμενα όσμωσης με το περιεχόμενο του εντέρου αμέσως πριν την απέκκριση. Κοινώς, χρωματίζεται σε χρώματα φαιάς αποχρώσεως, ελαφρώς καφέ. Μερικές φορές όταν το κλάσιμο γίνεται σε παρέα ανδρών, και δη σε κατασκηνώσεις, η ανάγκη να επιβληθεί κάποιος με το περιεχόμενο του κώλου, του το αλεξίκλανο βρακί χρωματίζεται κίτρινο μπροστά, αποτέλεσμα της υπερπροσπάθειας αερισμού και ίσως έπειτα απο κατανάλωση φτηνόμπυρας.
Γνωστός κλανιάρης πηγαίνει σε μαγαζί εσωρρούχων για να αγοράσει εσώρρουχα και παραγγέλνει ως εξής:
- Δώστε μου σας παρακαλώ μια εξάδα αλεξίκλανα μινέρβα νούμερο 6
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ βρωμιάρης κι ατημέλητος (λόγω βαρεμάρας ή εκ πεποιθήσεως κι όχι λόγω ανέχειας ή κάτι τέτοιο).
Από το «βρωμύλος» και το «βρωμόκωλος».
Αυτός που το είπε (πραγματική περίπτωση), απλά πήγε να πει για κάποιον κάτι απ τα δύο, αλλά τελικά μην έχοντας αποφασίσει προς στιγμήν ποιο θα χρησιμοποιήσει, τα ένωσε λίγο κι έκανε το «βρωμίκωλος».
Δηλαδή ήταν λέξη που ειπώθηκε, αλλά και σχηματίστηκε, κατά λάθος. Αλλά παρέμεινε...
...αυτός είναι βρρρωμ...ί...κωλος
Got a better definition? Add it!
Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.
Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .
Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»
Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».
Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !
Αγγλιστί: whoopee cushion
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται το συμπαγές σμήγμα, αναμεμειγμένο με ιδρώτα, το οποίο εμφανίζεται γύρω της κωλοτρυπίδας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατά την διάρκεια του καθισιού.
Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την κρούστα. το σμίγμα ιδρώτα και σκατού που εμφανίζεται πάνω στην κωλοτρυπίδα. Η κωλέτζα αντιθέτως εμφανίζεται παραπλεύρως του πεδίου δράσης της κωλοτρυπίδας, στα κωλομάγουλα που επαφίενται.
Λεξιπλασία του Γιώργου Παναγάκου.
- Πω-πω μαλάκα τι βρωμιάρης είναι αυτός.
- Είναι γεμάτος μπίχλα.
- Και ο κώλος του έχει πιάσει κωλέτζα!
Got a better definition? Add it!