Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μια λέξη που ενσωματώνει την ταχύτητα της σφαίρας, όπως και την ταχύτητα και πολυτέλεια της Ferrari. Μια λέξη 2 σε 1 δηλαδή.

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει έκπληξη, θαυμασμό κάποιου για ένα σπιντάτο και πολυτελές μέσο μεταφοράς. Χρησιμοποιείται επίσης για να εκφράσει το δέσιμο κάποιου κάτοχου με ένα τέτοιο αντικείμενο πόθου καθώς και την ανάγκη κάποιου να φαντασιωθεί πως το μέσο μεταφοράς που διαθέτει είναι πολυτελές και σπιντάτο.

- Καλά, η βάρκα που αγόρασα πρόσφατα είναι σκέτο σφαιράρι. Γι' αυτό κι εγώ την έβαψα κόκκινη και την ονόμασα κι έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρονάδα (μίσκο, αβέζ, τετοια πράματα, όχι Μπαρίλλα είμαι πλούσια και αηδίες) με κέτσαπ (άντε το πολύ κανά πουμαρό) και έτοιμο τριμμένο κεφαλοτύρι.

Καλύτερα στα Goody´s για mama´s!

Λεξιπλασία εκ των Pasta Asciutta και σ/πάτα κιούτα.

Συναντάται συχνάκις την περίοδο της εξεταστικής.

- Μαλάκα, πείνασα!
- Κάτσε να πετάξουμε μια πάστα κιούτα και συνεχίζουμε με μηχανική ρευστών 4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη εξελληνισμένη εκδοχή της σέλφι (άκα αυτοφωτογραφίας).

Η σέλφικη υπονοεί το ουσιαστικό «φωτογραφία» και ως added bonus έχει και πληθυντικό (σέλφικες ή, για τους ναζί τση γραμματικής, σελφικές).

1.
Το άκουσα κι ως σέλφικες φωτό.

2.
- Ελάτε, παιδιά, μαζευτείτε προς τα εδώ, να βγάλουμε σέλφικες.
- Στη νεανική αργκό. Γιατί σε πιο λόγιες διατυπώσεις θα λέμε μια σελφική, μερικές σελφικές.

3.
Αυτή η δεύτερη, πάντως, μάλλον σαν υποβοηθούμενη σέλφικια μοιάζει. Δεν παρουσιάζει τη γνωστή παραμόρφωση των σέλφικων. Άγνωστο γιατί είναι συνοφρυωμένη η Όλγα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροαντικείμενο (βίδα, παξιμάδι, σφήνα κλπ) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή / επιδιόρθωση / συναρμολόγηση άλλου αντικειμένου (μεγαλύτερου και πιο σύνθετου). Το αποκαλούμε έτσι όταν γνωρίζουμε τη χρήση του αλλά δε γνωρίζουμε την ονομασία του.

- Ρε Τάσο… πιάσε ρε αυτό το παπάριτζερ να το βάλουμε στο σασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.

  1. - Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;

  2. - What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα μούφα γυαλιά Ρέιμπαν, αγορασμένα από πανηγύρι ή από κάποιον μαύρο.

- Πςςς... και γαμώ τα γυαλιά εε... Πόσο είχαν; Καμμιά 150ριά € ;
- Όχι ρε 'συ, 5 € από το πανηγύρι τις προάλλες.

(από Khan, 04/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To Thesaurus Linguae Graecae (TLG) («Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας») είναι πρόγραμμα που περιέχει όλα τα κείμενα της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο ως τον 15ο αιώνα και έχει χαρακτηριστεί ως η ηλεκτρονική κιβωτός του ασύλληπτου πλούτου της γλώσσας μας, ένα μνημείο για τον Ελληνισμό. Το Thesaurus Slanguae Graecae (TSG) δεν είναι άλλο απ' το slang.gr, και είναι η νέα κιβωτός και παρακαταθήκη του ασύλληπτου μεγαλείου και όλβου της ελληνικής σλανγκ.

- Ρε συ Επαμεινώνδα, όπως διάβαζα χτες Ηλία Πετρόπουλο, βρήκα κάμποσες άγνωστες λέξεις.
- Μπες στο TSG, τι κάθεσαι;
- Έλα μου ντε...
- Κι εγώ χτες που πόσταρα στο bourdela.com δεν μπορούσα να καταλάβω τους όρους ενός μπουρδελιάρη, αλλά μ' ένα κλικ στο TSG, έλυσα τις απορίες μου κι επανήλθα δριμύτερος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φωτοσούτ.

Είναι στο Νιου Γιορκ για φωτοσούτια η Ζιζέλ;

Got a better definition? Add it!

Published