Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.

  1. - Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;

  2. - What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσαντάκι που φοριέται στη μέση (και προφανώς μπροστά από το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο), γνωστό και ως «μπανάνα».

Κάτσε να βρω το κινητό, κάπου εδώ στη μπροστομούνα το έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων την ευκινησία και τη χάρη αιλουροειδούς.

  1. - Κοίτα κάρφωμα ο αίλουρας!

  2. - Όχι ρε μη σηκώνεσαι, περνάω, είμαι αίλουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιστόλι, το πυροβόλο όπλο. Επίσης, πυροβολώ.
Προέρχεται από τον παιδικό ήχο για τα όπλα λέιζερ των καρτούν.

  1. Φιλέ, η σκηνή που βγάζει το πικίου-πικίου του και τους σκοτώνει όλους γάμησε!

  2. Και τώρα οι δικοί μου οι GI-Jo θα κάνουν τα πικίου-πικίου τους στους Cobra σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φόβος, το άγχος.
Επίσης νιώθω φόβο ή άγχος, τα κάνω πάνω μου, τρομάζω.

- Μαλάκα έτσι όπως πετάχτηκες μέσα στο σκοτάδι... Πωωω, κλανιέμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάω περί ανέμων και υδάτων (και όρχεων προφανώς), μιλάω χωρίς να έχω κάτι να πω, μιλάω ακατάπαυστα, λέω μαλακίες.

Πρώτη μέρα στο αμφιθέατρο και μπαίνει μέσα εικοσιπέντε λεπτά καθυστερημένος. Και σαν να μην έφτανε αυτό για τις υπόλοιπες ώρες παπαρολογούσε για τις διακοπές του!

Δες και παπαρολόγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινούμαι με αυτοκίνητο πάνω σε στροφή με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς να εκτροχιαστώ. Χρησιμοποιείται και σε τρίτο πρόσωπο με υποκείμενο το ίδιο το αυτοκίνητο.

  1. - Ήθελε ο μαλάκας ο χοντρός να πάρει τη στροφή σαν τρένο και σκάσαμε πάνω στον τοίχο.

  2. - Γαμώ τα αμαξάκια πήρα μάγκα, παίρνει τις στροφές σαν τρένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φανερώνει νεύρα, τσατίλα, θυμό και οργή, αλλά με έναν κάπως πιο σουρεάλ τρόπο από τις υπόλοιπες εκφράσεις.

- Γιατί δεν πιάνει το κινητό γαμώ τα βυζιά της πεταλούδας!;!;!

Πολυόργανο που περιλαμβάνει και όργανο- "πεταλούδα" και με το οποίο γυμνάζονται τα βυζιά. Τυχαία η έκφραση; (από Khan, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος άντρας που συνοδεύει νεαρές, συνευρίσκεται σεξουαλικώς με νεαρές, κάνει σεξουαλικά σχόλια (ανάρμοστα συνήθως) ή είναι επιθετικός σεξουαλικά, έχει αυξημένες σεξουαλικές ορμές, ασχολείται με πορνό.

Αν και λίγα από τα παραπάνω είναι μειωτικά για εκείνον (γι' αυτό και συνεχίζει και τα κάνει ό,τι και αν λέμε), ο όρος εντούτοις χρησιμοποιείται μειωτικά, με σκοπό να προσβάλει τον ηλικιωμένο.

  1. Πού πας με το 18χρονο ρε πορνόγερε;

  2. Κατέβα από πάνω μου ρε πορνόγερε!

  3. Κοίτα Κούλα τι είχε ο πορνόγερος στο κουτάκι με τα χάπια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified