Further tags

Ο τρελαμένος και τελείως χαζοβιόλης γκόμενος!

- Τι έγινε μωρή με τον Τάσο;
- Τον σχόλασα. Τι λολοφιόγκος που ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης ταβλιού ο οποίος παίζει τις ζαριές με ρυθμούς παρτίδας σκακιού.

Άντε ρε σκακαδόρε παίξε το ασσόδυο, νυχτώσαμε!

Αρρωστούργημα του Γκαμπριέλ Ορόθκο (από Khan, 15/09/10)

Σύγκρινε: ταβλιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται ο παίκτης σκακιού ο οποίος παίζει την παρτίδα υπερβολικά γρήγορα (για το επίπεδό του) και επιπλέον χτυπάει τα πιόνια.

- Την άλλη φορά θα παίξουμε με το δικό σου σκάκι.
- Γιατί;
- Γιατί έχεις σπάσει δύο πιόνια και μια βασίλισσα ρε ταβλιτζή!

Σύγκρινε: σκακαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδιάφορος.

- Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός στην πούτσα του... Σταρχιδιστής φιλόσοφος σου λέω!

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας.

- Γάμησέ τον, μεγάλος χέβι-μπουνταλάς.

(από xalikoutis, 10/08/10)Bαρύ ως ανάγνωσμα... (από MXΣ, 10/08/11)

Σχετικά: βλακ μέταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία της λέξης:

Ετυμολογικά η λέξη κάγκουρας προέρχεται από τα ίδια τα καγκουρό. Πώς γίνεται αυτό:

Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων - στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν - από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση. Πάλλονται για να ζεσταθούν θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό.

Ο όρος προεκτάθηκε και από τους θεατές - κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς - κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να πουλήσουν μούρη.

Ο όρος πήρε και μια άλλη προέκταση για όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κοινού με την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ, τη συμπεριφορά του κλπ.

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για αυτοκίνητα με κίνηση στους πίσω τροχούς ή για γκόμενα με μεγάλο και κουνιστό κώλο.

Τσέκαρε την πισωκούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified