Ο βρωμιάρης, που μυρίζει τυρίλες.
- Βρωμάς, ρε τυροβρωμίκουλα. Κάνε κάνα μπάνιο επιτέλους!
Ο βρωμιάρης, που μυρίζει τυρίλες.
- Βρωμάς, ρε τυροβρωμίκουλα. Κάνε κάνα μπάνιο επιτέλους!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, χλέμπουρας, τυρί, τυρί, το, κεφαλοτύρι
Got a better definition? Add it!
(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.
- Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!
- Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!
Got a better definition? Add it!
Στην εποχή της ταχύτητας, πώς θα ήταν δυνατόν να μην ανθεί το γρήγορο φαγητό (fast food) και το γρήγορο γαμήσι (fast fucking) ή με άλλα λόγια η ξεπέτα. Στην ξεπέτα [λοιπόν, χρειάζεται να υπάρξει συνδυασμός ταχυπηδίκουλα και μήτρας ταχύτητος. Ο ταχυπηδίκουλας, όπως ο ταχυθερμαστής ανεβάζει γρήγορα θερμοκρασία, ώστε η διαδικασία της απελευθέρωσης του υγρού πυρός να γίνει στο πι και φι.
[i]Σημείωση:[/i] Για πουσάρισμα των επιδόσεων, για να γίνει δηλαδή το πι και φι dt, χρειάζεται να συνδυαστεί ο ταχυπηδίκουλας με μήτρα ταχύτητος, η οποία ως χύτρα ταχύτητος θα βοηθήσει τα μέγιστα.
- Τι ταχυπηδίκουλας είσαι ρε παιδί μου; Πώς τις ξεπετάς έτσι τις γκόμενες;
- Είμαι turbo. Τι να κάνουμε;
Got a better definition? Add it!
Ο φλώρος ο ίδιος, με την κατάληξη -κουλας (γαμίκουλας, δράκουλας κτλ.)... Συνήθως ο ίδιος ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό. Τύπος λαμέ, σατέν, από βόρεια προάστια κατά κύριο λόγο, που προσπαθεί να εντυπωσιάζει αλλά παρολ' αυτά οι προσπάθειές του παραμένουν άκαρπες και παραμένει φλώρος!
Μας το παίζει μούρη τώρα με το νέο το κουπέ ο φλωράκουλας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified