Πολιτική σλανγκ από τα άδυτα του φοιτηταριάτου. Ως Μαϊούνης ορίζεται η περίοδος των μεγάλων φοιτητικών και μαθητικών κινητοποιήσεων κατά της σχεδιαζόμενης τότε κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, τον Μάιο και Ιούνιο του 2007. Η ένωση σε μία λέξη του Μαΐου και Ιουνίου προέκυψε από την ανάγκη γρήγορης αναφοράς στα γεγονότα του 2007, όταν χρειαζόταν σε μεταγενέστερες φοιτητικές συνελεύσεις μία δοξαστική υπενθύμιση.

  1. Να κάνουμε καταλήψεις παντού ρε! Όπως τον Μαϊούνη!
  2. Πού ήσουνα συνάδελφε τον Μαϊούνη; (επιθετικά σε πολιτικό αντίπαλο)
  3. Το διάστημα μετά τον Μαϊούνη χαρακτηρίστηκε από τις προσπάθειες να μην χαθούν οι εξεταστικές
  4. Τόσο κόσμο σε συνέλευση έχω να δω από τον Μαϊούνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Extreme sport στο οποίο επιδίδονται κουκουλοφλώροι, μπαχαλάκηδες και λοιπές δυνάμεις του ανθού της ελληνικής νεολαίας. Συνίσταται στο να αναγκάσεις έναν μπάτσο να αναπηδήσει και να τρέξει, στην δε ιδεατή περίπτωση είναι η ρίψη του τσουμπά από υψηλό κτήριο, αλλά χωρίς σχοινί ασφαλείας.

Προφάνουσλυ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το ακραίο σπορ Bungee jumping, προσφιλές στις κουράδες.

Πάσα: Jeanoir.

  1. ayto to kalokairi as kanoume oloi mpatsoi jumping mpas kai adiasei o topos apo mlkes.. Relax... (Γκρηκλιστής στο hiphop.gr)

  2. Να ανακηρυχθεί το μπάτσοι-jumping σε επίσημο ελληνικό ολυμπιακό άθλημα. (Πρόταση στο athens.indymedia.org).

  3. paidia pame oloi gia mpatsoi jumping;;; na arxisoume na tous rixnoume apo ta ktiria re...oi an8ropoi apoktoun ligoi eksousia kai nomizoun pos einai 8eoi...
    (Πρόταση στο συσιφόνι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίρνει μέρος σε πορείες, ακόμα και αν δεν τον αφορούν, ακόμα και με την μορφή πληρωμής ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων.

- Κωστάκη την Τρίτη έχει πορεία για να στηρίξουμε το κυβερνητικό έργο είσαι;
- Τι λες ρε μαλάκα θα φάμε γιαούρτια.
- Δεν πειράζει, 50 ευρώ το κεφάλι, τι είναι λίγα γιαούρτια.
- Πω ρε φίλε είπαμε με μια φορά πούστης δε γίνεσαι, αλλά εσύ έχεις γίνει εντελώς συλλαλητήριος.

(από ΑΙΤΟ, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified