Δάνειο που δίνεται απ' τις τράπεζες προκειμένου ο δανειολήπτης να εξοφλήσει άλλα δάνεια. Οι πρώτες δουλεύουν τον δεύτερο, ο οποίος δεν πάει καλά.
Αναδρομικός (αγγ. recursive) όρος.
- Πσσσσς, πρώτο το αμάξι! Αλλά εσύ δεν είχες μία, πώς το πλήρωσες;
  - Πήρα αμαξοδάνειο ρε...
  - Χμμ, κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
  - Θα πάρω δανειοδάνειο.
  - Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
  - Θα πάρω δανειοδάνειο.
  - Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
  - Θα πάρω δανειοδάνειο.
  - Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
  - Θα πάρω δανειοδάνειο.
  - Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
  - Θα πάρω δανειοδάνειο.
  - Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
  - Θα πάρω δανειοδάνειο.
  ...




