Εισχώρηση του πέους στο λαρύγγι της γκόμενας (ή του γκόμενου για τις απανταχού λουγκρητίες). Συνώνυμο της βαθυλαρυγγωτής πίπας.

Σε αντίθεση με την πίπα, όταν λέω κάνω λαρυγγοσκόπηση εννοώ ότι έχω τον ενεργητικό ρόλο (δηλαδή μου τον ρουφάνε).

Άσε φίλε, η Στέλλα τρελό μωρό... Της έκανα και μια λαρυγγοσκόπηση προχτές, τα είδα όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ποδαρικό, είναι η πρώτη ψωλή που εγκαινιάζει ένα καινούργιο έτος.

apapa de pira kanena teknaki protoxroniatika, lete na moy pai asxima o xronos; prepi na kano oposdipote psolariko (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Τροπή της φράσης πίστευε και μη ερεύνα, η οποία αποδίδεται σε θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός ή το Ισλάμ, αν και είναι μάλλον άγνωστης προέλευσης (δες) τ. ράδιο αρβύλα ένα πράμα. Την τροπή πάντως την έχει κάνει ο Τζίμης Πανούσης, αλλά μάλλον προϋπήρχε, καθώς τα λογοπαίγνια μεταξύ του πιστεύω και του πουστεύω είναι συνηθισμένα, βλ. αξιόπουστος, διαπουστευτήρια κ.ά.

Πρόκειται για πατερναλιστική πρωκτροπή να μην ψάχνουμε ξένους κώλους για να γίνουμε πούστηδες, αλλά να χρησιμοποιήσουμε τον δικό μας, υφιστάμενοι αδιαμαρτύρητα την οδύνjη μαζί με την όποια ηδονjή επέλθει ως κωλάντεραλ ντάματζ. Αποτελεί δηλαδή παρότρυνση τύπου σκάσε και κολύμπα, ενώ συνήθως στο λογοπαίγνιο διατηρείται η σημασία της πίστης σε έναν συστατικό μύθο ή ζωτικό ψεύδος που μας πουλάνε, το οποίο όμως έχει την ειδική παρενέργεια να αυξάνει την πουστοσύνη μας.

  1. - Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν με είχε βιάσει ο θείος μου στα δεκατρία μου...
    - Τώρα αγορίνα μου, πούστευε και μη ερεύνα!

  2. - Το θέμα είναι, αν δεν είχαμε καθυστερήσει εκείνο το εξάμηνο, θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει το ΔΝΤ, τα Μνημόνια και την Τρόϊκα;
    - Εδώ που φτάσαμε, πούστευε και μη ερεύνα...

(από σφυρίζων, 13/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει ότι οι επιδόσεις με μια γυναίκα στο κρεβάτι είναι εξαιρετικές.

Μάνος: - Πώς τα πήγες με την Άννα δικέ μου;
Κώστας: - Φίλε, χθες την ξέσκισα την καριόλα... Έγινε παρακαύλωμα του πυρός!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως η εκσπερμάτιση σε γυναικείο πρόσωπο, κατόπιν πεολειχίας ή/και συνουσίας. Αποτελεί λογοπαίγνιο της ταυτοπροσωπίας και λέγεται σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη χυσομαπίδι, πουτσομούρα, χυσοκέφαλο κλπ.

- Για πε ρε, τι έκαμες με το Σούζυ;
- Πω πω δικέ μου, άσε έπαιξε Σκόττι Πίππεν, και πεοράπισμα κ σπερματοπροσωπία... Δεν μπορώ και να μιλήσω είμαστε στην εκκλησία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του άρες, μάρες, κουκουνάρες. Η φράση χρησιμοποιείται κι αυτή για να δηλώσει ότι όσα ειπώθηκαν είναι ψευδή, παπαριές και τα συναφή, με την εξής διαφορά: ότι εδώ αναφέρεται μόνο σε όσους φουσκώνουν όσα λένε για τις κατακτήσεις τους στις γκόμενες.

- Όσες φορές κατεβαίνω στο καρναβάλι της Πάτρας, πάντα πέφτει πούτσος.
- Καλά τώρα. Άρες, μάρες, μουνάρες. Πρόσεχε τ' αυγά μη σπάσεις.

(από HardcoreGR, 14/05/12)(από HardcoreGR, 14/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία παραλλαγή της λατινικής έκφρασης «a posteriori» (εκ των υστέρων). Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που έγινε με τρόπο που παραπλάνησε/αδίκησε τον ομιλούντα. Δυνητικό συνώνυμο του μπαμπέσικα.

- Και καλά ρε, δεν πήρες χαμπάρι ότι η εταιρεία έψαχνε για άτομο ακριβώς με τα προσόντα σου;
-Όχι βέβαια! Ο «φιλαράκος» μου ο Πετράκης φρόντισε να να πάρει τη δουλειά ο μπατζανάκης του και εμένα με ενημέρωσε α πουστεριόρι!

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.

Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.

- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!

(από patsis, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified