Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκάλωμα μιας ομάδας μπάφκετ που έχει εξασφαλίσει μεγάλη ποσότητα, έχει κλειστεί στο μπαφόσπιτο και έχει καεί στο μπάρμπεκιου.

Λέγεται επεξηγηματικά για να αιτιολογήσει κανείς την ξαφνική απουσία όλων των φουνταμενταλιστών της παρέας, ξεκαθαρίζοντας πως οι μόνες λύσεις για να τους ξανασταμπάρουμε κάπου είναι να τελειώσει η νταφού ή να τελειώσουν οι πάστες.

Παραφθορά παλαιότερου punchline από διαφήμιση υγρού πιάτων: «Στο Βιλλαμπάχο ακόμα τρίβουν».

- Καλά, αυτοί οι χαβαλέδες άρχισαν να λείπουν κι από τα εργαστήρια τώρα;
- Ποιοι μωρέ, οι φουντικοί κι οι χασίστες; Στο βιλλαμπάφο ακόμα στρίβουν... Ήρθε η άκρη τους από κάτω και έχουν καπνίσει μισό στρέμμα σε δυο μέρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified